Ο ανώμαλος hobo: τάξη, μειονότητες και πολιτική επινόηση στους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου (IWW)

Ένα άρθρο του Nicholas Thoburn στην επιθεώρηση Social Movement Studies τομ.  2, αριθ. 1, 2003 με μια ενδιαφέρουσα ανάλυση των μεθόδων και του σκεπτικού των IWW ή αλλιώς wobblies, στις ΗΠΑ των αρχών του αιώνα.

 

Shall we still be slaves and work for wages?

It is outrageous—has been for ages. (‘Workingmen, Unite!’, IWW 1989: 64)

 

Το κίνημα των wobblies δεν ήταν ποτέ παρά ένας ριζοσπαστικός μύκητας στο εργατικό κίνημα. Αυτοί που δεν μπορούσαν να χωρέσουν σε ένα κανονικό, ορθολογικό κίνημα. (Samuel Gompers, πρόεδρος της AFL, στο The Wobblies 1979)

 

Απευθυνόμενος σε μια συγκέντρωση περίπου 200 συνδικαλιστών, επαναστατών, σοσιαλιστών και αναρχικών από 34 πολιτειακές, περιφερειακές και πανεθνικές οργανώσεις, ο William D. Haywood άνοιξε το ιδρυτικό συνέδριο των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW), στις 27 Ιουνίου του 1905 στο Σικάγο, με τις λέξεις: “Συνάδελφοι εργάτες, αυτό είναι η Πανηπειρωτική Σύνοδος της εργατικής τάξης” (στο Kornbluh 1998: 1). Με σχεδόν μαθηματική απλότητα, το “Προοίμιο” του καταστατικού των IWW, το οποίο ανατυπώνεται σε κάθε δημοσίευσή τους, αναλύει λίγο περισσότερο τα χαρακτηριστικά αυτής της “εργατικής τάξης”:

 

“Η εργατική τάξη και η τάξη των εργοδοτών δεν έχουν τίποτε κοινό. Δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη εφόσον η πείνα και η ανάγκη μαστίζουν εκατομμύρια εργαζομένων και οι λίγοι που απαρτίζουν την εργοδοτική τάξη έχουν όλα τα αγαθά της ζωής.

 

Ανάμεσα σε αυτές τις δυο τάξεις, πρέπει να λάβει χώρα μια πάλη έως ότου οι εργάτες του κόσμου οργανωθούν ως τάξη, καταλάβουν τη γη και τα εργαλεία παραγωγής και καταργήσουν το σύστημα των μισθών.

 

Βρίσκουμε ότι η συγκέντρωση της διαχείρισης των βιομηχανιών σε ολοένα και λιγότερα χέρια αφαιρεί τη δυνατότητα των συνδικάτων να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη δύναμη της τάξης των εργοδοτών. Τα συνδικάτα υποθάλπουν μια κατάσταση στην οποία μια ομάδα εργατών έρχεται αντιμέτωπη με μια άλλη ομάδα στον ίδιο τομέα, ώστε εργάτης να κατατροπώνει εργάτη στη μάχη για το μισθό. Επιπλέον, τα συνδικάτα βοηθούν την εργοδοτική τάξη να δώσει στους εργάτες την ψευδαίσθηση οτι έχουν κοινά συμφέροντα με τους εργοδότες τους.

 

Οι συνθήκες αυτές μπορούν να αλλάξουν και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης να στηριχτούν μόνο από μια οργάνωση που έχει δομηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε τα μέλη της σε μια βιομηχανία, ή σε κάθε βιομηχανία ει δυνατόν, σταματούν τη δουλειά όταν συμβαίνει μια απεργία ή μια στάση εργασίας σε οποιοδήποτε τμήμα τους, κάνοντας έτσι την προσβολή προς κάποιον προσβολή για όλους.

 

Αντί για το συντηρητικό σλόγκαν “τίμιος μισθός για τίμιο μεροκάματο”, πρέπει να γράψουμε στην παντιέρα μας το επαναστατικό σύνθημα “κατάργηση του συστήματος των μισθών”.

 

Είναι ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης να απαλλαγεί από τον καπιταλισμό. Η στρατιά της παραγωγής πρέπει να οργανωθεί όχι μόνο για την καθημερινή πάλη με τους καπιταλιστές, αλλά για να συνεχίσει την παραγωγή όταν θα έχει ανατραπεί ο καπιταλισμός. Όταν οργανωνόμαστε στις βιομηχανίες, σχηματίζουμε τη δομή της νέας κοινωνίας μέσα στο τσόφλι της παλιάς”. (IWW 1972: 5–6)i

 

Θα μπορούσα να ενδώσω στον πειρασμό να ακολουθήσω την κριτική της ουσιοκρατίας της τάξης και την έμφαση στη διαφορά που προωθεί η θεωρία των νέων κοινωνικών κινημάτων για να παρουσιάσω τις διατυπώσεις αυτές ως ένα παρωχημένο πλαίσιο που αντιλαμβάνεται την εργατική τάξη ως παγκόσμιο υποκείμενο με συμπαγή ταυτότητα και προαποφασισμένη πορεία. Θέλω όμως, αντίθετα, να δώσω μια εναλλακτική ερμηνεία. Μια ερμηνεία που δε βλέπει τις έννοιες της τάξης και της διαφοράς ως αντιτιθέμενες πολιτικές και μεθοδολογικές κατηγορίες. Αντί να παρουσιάσει την έννοια της τάξης των IWW ως καθορισμένη ταυτότητα, ετούτο το άρθρο προσπαθεί αντίθετα να δείξει οτι ακριβώς μέσω της διατύπωσης των IWW για την τάξη λαμβάνει χώρα η διαφορά – ή ακριβέστερα η μειονοτική πολιτική επινόηση ενάντια στην ταυτότητα. Το ότι κάποιου τύπου διαφορά καταγραφόταν τότε είναι εμφανές στο μειωτικό σχόλιο ενός μέλους της Αμερικάνικης Ομοσπονδίας Εργασίας (AFL) που είπε πως το ιδρυτικό συνέδριο ήταν “η μεγαλύτερη συνάθροιση φρικιών που βρέθηκε ποτέ σε συνέδριο” (στο Conlin 1969: 41). Ένα πιο πρέπον σημάδι των ειδών και των πηγών της διαφοράς που απασχολούν το άρθρο αυτό βρίσκεται στο κοινό όνομα των IWW, που ήταν “wobblies”. Οι καταβολές του ονόματος αυτού μαρτυρούν, αν και ανεκδοτολογικά, την πολύγλωσση σύνθεση του IWW και τις στενές του σχέσεις με τους πλανόδιους εργάτες. Δεν υπάρχουν επίσημες καταβολές του ονόματος, πέρα από δυο μύθους: ο πρώτος λέει ότι εμφανίστηκε σε μια απεργία στο Βανκούβερ όπου ένας Κινέζος άνδρας που έτρεφε τους απεργούς πρόφερε το IWW ως “I Wobble Wobble”. Ο άλλος μύθος, ο οποίος ακούγεται σπανιότερα, λέει οτι προέρχεται από το πριόνι “wobble” που χρησιμοποιούσαν ευρύτατα οι πλανόδιοι ξυλοκόποι (Murphy, στο Bird και λοιποί 1987: 50).

 

Το διαρκές αφήγημα της θεωρίας των νέων κοινωνικών κινημάτων (και ίσως η ίδια η συνθήκη της γέννεσης του “νέου” πεδίου πολιτικής και έρευνας) είναι πως με την ανάπτυξη των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών και ειδικά μετά το 68, η εργατική τάξη διαλύεται σε μια πληθώρα διαφορετικών και αποσπασματικών μειονοτικών κοινωνικών ομάδων. Αυτό το αφηγηματικό και επεξηγηματικό πλαίσιο βασίζεται σε μια σειρά διχοτομιών που αναπτύσσεται ανάμεσα στα “παλιά” ταξικά κινήματα και στα “νέα” αποσπασματικά κινήματα. Στην ίδια την προσπάθειά της να ξεπεράσει την ταξική ανάλυση, η προσέγγιση αυτή τείνει να πλαισιώνει την εργατική τάξη με όρους μιας μάλλον ιδεαλιστικής ορθόδοξης μαρξιστικής αναπαράστασης. Αναφέρεται δηλαδή αρχετυπικά στους λευκούς άνδρες βιομηχανικούς εργάτες που ανήκουν στα συνδικάτα ή στο κόμμα. Στην αναπαράσταση αυτή, η τάξη θεωρείται ως σημάδι μιας συγκεκριμένης σχέσης ανάμεσα στους συλλογικούς δράστες και τις δομές μιας βαθιάς οικονομικής “βάσης”, ένα βαθμό συνοχής και ομογενοποίησης των στυλ, των δομών και των ενδιαφερόντων, καθώς και μια οικονομική ενασχόληση με τις πολιτικές της ιδιοκτησίας και της ανισότητας (δες Pakulski 1993; Urry 1995). Τα νέα κινήματα αντιμετωπίζονται, αντίθετα, ως πιο επιφανειακά, διάσπαρτα, με μη-ταξικά μειονοτικά ενδιαφέροντα. Θεωρούνται πιο επινοητικά σε στυλ, τακτικές και στόχους και τα απασχολούν σχετικά λιγότερο οι οικονομικές ανισότητες, καθότι δρουν περισσότερο μέσα στο χώρο της “κοινωνίας των πολιτών”. Για να καταδείξει την ξεκάθαρη ασυμβατότητα παλιών και νέων πολιτικών μορφών, ο Pakulski (1993: 286) ισχυρίζεται για παράδειγμα πως “ούτε η πληθυσμιακή σύνθεση των νέων κινημάτων ούτε ο χαρακτήρας των δημοσιοποιημένων θεμάτων και στυλ ακτιβισμού μπορούν να αναλυθούν με ταξικούς όρους”.

 

Το άρθρο τούτο παρουσιάζει την προβληματική της εργατική τάξης με κάπως διαφορετικό τρόπο και μάλιστα χωρίς να προτείνει ένα διχασμό ανάμεσα στην τάξη και τα μειονοτικά ενδιαφέροντα. Ακολουθεί το πνεύμα της διατύπωσης του Balibar (1991: 179, 170) οτι η τάξη δεν είναι θέμα ταυτότητας ή συνοχής – “οι τάξεις δεν είναι κοινωνικές υπερατομικότητες – ,αλλά θέμα σύνθεσης: “δεν υπάρχει κάτι που να λέγεται “εργατική τάξη” μονάχα στη βάση μιας περισσότερο η λιγότερο ομογενούς κοινωνικής κατάστασης”. Μάλλον, “υπάρχει μόνο εκεί που υπάρχει και ένα εργατικό κίνημα” ή σε διαδικασίες κοινωνικής σύνθεσης. Για τους wobblies, όπως ισχυρίζομαι, η “εργατική τάξη” δεν ήταν μια ομογενής και διακριτή κοινωνική ομάδα, αλλά ένα πεδίο σύνθεσης εμμενές και ενάντιοστην πολυσχιδή κοινωνική ολότητα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Επρόκειτο για σχέσεις οι οποίες μάλιστα δεν αποτελούσαν για αυτούς ένα είδος βαθιάς και καθοριστικής οικονομικής βάσης, αλλά αποτελούσαν την καθημερινή εμπειρία της εργασίας σε όλη της την πολυπλοκότητα.ii Οι μειονοτικοί σχηματισμοί δεν ήταν εξωτερικοί, δεν αποτελούσαν το “άλλο” της ταξικής σύνθεσης των IWW, αλλά ήταν εμμενείς σε αυτήν. Εμμενείς στην εκμετάλλευση από το κεφάλαιο, και το αρχικό σημείο της πολιτικής και πολιτιστικής σύνθεσης ενάντια στην εκμετάλλευση και τις ταυτότητές της. Έτσι, για τους wobblies τα ερωτήματα της εργασίας και της εκμετάλλευσης καθώς και τα μειονοτικά στυλ, οι πολιτιστικές μορφές και οι πολιτικές επινοήσεις ήταν αλληλένδετα.

 

Προσπαθώντας να αντιληφθεί τους IWW ως ταξικό κίνημα μειονοτικής επινόησης ενάντια στην ταυτότητα, το άρθρο τούτο εξετάζει τους IWW μέσα από το πρίσμα του μεθοδολογικού και πολιτικού πλαισίου που πρότειναν οι Ντελέζ και Γκουαταρί (1998, 1988) με τον όρο “ελάσσονες πολιτικές”. Οι ελάσσονες πολιτικές είναι μια ανοικτή πρόκληση για τα πολιτικά μοντέλα που δομούνται στην αντιπροσώπευση ενός υποκειμένου ή μιας ταυτότητας, είτε με τη μορφή ενός “λαού” είτε ενός αυτοκαθορισμένου περιθωρίου. Ενάντια σε αυτά τα γραμμομοριακά (molar) μοντέλα, που βασίζονται στο φετιχισμό της ταυτότητας και του κοινωνικού περιβάλλοντος που την διατρέφει, οι ελάσσονες πολιτικές λειτουργούν στους “στριμωγμένους χώρους”, τα “πνιγηρά περάσματα” και τις “αδύνατες” θέσεις των “μικρών λαών” και των “μειονοτήτων” που δεν έχουν ή – εκδηλώνοντας μια “εθελούσια φτώχεια” – αρνούνται την όποια συνεκτική ταυτότητα . Εκείνων που, περιορισμένοι από μια πληθώρα καθοριστικών κοινωνικών σχέσεων υπάρχουν υπό την “απουσία του λαού” και αποδέχονται τη συνθήκη της (Ντελέζ και Γκουαταρί 1998: 45–53; Ντελέζ 1989: 216). Ωστόσο, η έμφαση των ελασσόνων πολιτικών στους στριμωγμένους χώρους δεν είναι μια παραίτηση, μια επιστροφή στο τοπικό ή το ειδικό. Πρόκειται μάλλον για πολιτικές που στρέφονται προς τις κοινωνικές σχέσεις και τις δυνατότητές τους να υπάρξουν ως γίγνεσθαι πέρα από την ταυτότητα. Διότι, σε ένα στριμωγμένο χώρο – δίχως μια ασφαλή, διακριτή ταυτότητα – ακόμα και το πιό προσωπικό, εξειδικευμένο ενδιαφέρον διαποτίζεται από μια πληθώρα κοινωνικών σχέσεων και δυνάμεων. Οι πολιτικές λοιπόν παύουν έτσι να είναι μια αυτοαναφορική διαδικασία αυτοπραγμάτωσης και γίνονται μια διαδικασία εμπλοκής με τις κοινωνικές σχέσεις που διατρέχουν τις μειονότητες και καθορίζουν τις κινήσεις τους – και διατάραξης ή “απεδαφικοποίησης” των σχέσεων αυτών. Για τους Ντελέζ και Γκουαταρί, που εδώ αντλούν από το Μαρξ, το συνολικό πεδίο της ελάσσονος πολιτικής σύνθεσης είναι το σύμπαν των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, το οποίο ορίζεται ως οι δυνάμεις και οι περιορισμοί της παραγωγής. Έτσι, οι Ντελέζ και Γκουαταρί (1988: 472) προτείνουν οτι “η δύναμη της μειονότητας, της ιδιαιτερότητας, βρίσκει το σχήμα της ή την παγκόσμια συνείδησή της στο προλεταριάτο”, όπου προλεταριάτο δεν είναι η εντελώς παρούσα τάξη που είναι “απέναντι” στη μπουρζουαζία, αλλά η συνολικότητα των ελασσόνων προβληματισμών και επινοήσεων που είναι εμμενείς στο καπιταλιστικό socius (δες και Thoburn 2003). Αν και στριμωγμένος και απών, ο χώρος της ελάσσονος σύνθεσης σε αυτό το προλεταριακό πεδίο δεν μπορεί ποτέ να κατασταλάξει, ή να αναπτυχθεί σε αυτόνομο “λαό” με τη δικιά του ομάδα μεγάλων συγγραφέων. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται από την “ασταμάτητη φούρια” των ελασσόνων συγγραφέων, είναι φορτισμένη με ζωτικότητα, με πολεμική, με μια συνεχή διαδικασία εξέτασης και επινόησης που “επιφέρει μιαν απόφαση ζωής ή θανάτου” (Κάφκα, στο Ντελέζ και Γκουαταρί 1998: 49)

 

Οι wobblies, όπως θα δείξω, ήταν ένας “απών” λαός που εκτοξεύτηκε από την στριμωγμένη του εμπειρία των κοινωνικών σχέσεων της εργασίας προς σημαντικές πολιτικές και πολιτισμικές επινοήσεις. Δε στοχεύω εδώ να δώσω μια αναλυτική ιστορία των IWW, αλλά να κατανοήσω τη μηχανική τους, τις τεχνικές αρχές της σύνθεσής τους. Το άρθρο αυτό εξετάζει τους IWW ως μια κοινωνική μηχανή για την παραγωγή ελασσόνων αποτελεσμάτων. Η ελάσσων αυτή πολιτική προσέγγιση κάνει απαραίτητο το να ασχοληθούμε με τη συνάφεια του κινήματος σαν σύνολο που εμπεριέχει τόσο ευρείες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής όσο και συγκεκριμένες επινοήσεις, στυλ, πολιτιστικές μορφές και πολιτικές τεχνικές. Το πρώτο μέρος του άρθρου καταπιάνεται με τον τρόπο σύνθεσης των IWW, και ξεκινά με το γενικό επίπεδο της σύνθεσης των wobblies στη δουλειά – το πεδίο που περιγράψαμε παραπάνω ως “προλεταριάτο”. Δείχνει πως ο σχηματισμός της “εργατικής τάξης” από τους IWW λειτούργησε ώστε να παράξει όχι μια μείζονα πολιτική ταυτότητα, είτε ως χώρο εργατικής αυτονομίας είτε ως χώρο δημοκρατικών δικαιωμάτων και αντιπροσώπευσης, αλλά ένα περιεκτικό πεδίο σύνθεσης εμμενές στους στριμωγμένους χώρους της εργασίας κατά μήκος του κοινωνικού. Κατόπιν, δείχνω πως η απλουστευμένη έμφαση των IWW σε μια πολιτική της δουλειάς πολιτικοποίησε μια πληθώρα κοινωνικών σχέσεων και συνέχισε να θέτει υπό αμφισβήτηση και να αποτρέπει μια σειρά από μείζονες ταυτότητες, από τον εργάτη ως το μετανάστη, τον Αμερικάνο, τον πολίτη, και το “λαό”. Το μέρος αυτό τελειώνει με μια εξέταση της σχέσης ανάμεσα στον “επαναστάτη” και την “αλληλεγγύη” ως τεχνικού πυρήνα της πολιτικής δημιουργίας των wobblies, ή της λειτουργίας της ως ελάσσων συγγραφέας. Αφού εκτεθεί ο γενικός τρόπος της ταξικής σύνθεσης των wobblies, το δεύτερο μέρος του άρθρου εξετάζει λεπτομερέστερα δυο πλευρές της ελάσσονος πολιτικής σύνθεσης και επινόησης των wobblies: τον hobo και τις πολιτικές του σαμποτάζ.

 

 

Το Περιεκτικό Πεδίο της Παραγωγής

Όταν οι IWW δήλωναν πως ήταν μια οργάνωση της “εργατικής τάξης” το εννοούσαν, σε ένα επίπεδο, με τον πιο απλό και δυϊστικό τρόπο. Όπως φαίνεται από τον πρόλογο της διακήρυξής τους, η εργατική και η εργοδοτική τάξη συνέθεταν δυο κοινότητες στις όχθες ενός ρήγματος που προέκυψε από το “στοιχειώδες σημείο” (Vincent St. John, στο Kornbluh 1998: 43) των παραγωγικών σχέσεων. Αυτή ήταν η “Διακήρυξη Ανεξαρτησίας” των IWW (δες και Smith, στο Kornbluh 1998: 113–20). Όσο απλοϊκό και αν φαίνεται σήμερα, το μοντέλο αυτό ήταν μια μάλλον πραγματιστική και σύγχρονη προσέγγιση στην αναδυόμενη Τεϊλοριστική μέθοδο παραγωγής (δες και Bologna 1972). Ενώ ο συνδικαλισμός των τεχνιτών αποτελούνταν από πολυάριθμες διακριτές ομαδοποιήσεις και υποδιαιρέσεις και αντιπροσώπευε την “αριστοκρατία” των ειδικευμένων εργατών (ενάντια σε γυναίκες, μαύρους απόγονους σκλάβων και πρόσφατους μετανάστες), οι IWW προσπάθησαν να φέρουν όλους τους εργάτες σε “Ένα Μεγάλο Συνδικάτο” που να ταιριάζει στη σύγχρονη μηχανοποιημένη εργασία. Σε αυτή, με βάση το κλασικό μαρξιστικό πλαίσιο, οι παλιές ταυτότητες των ειδικευμένων τεχνιτών υποτάσσονταν στο μαζικό προλεταριάτο. Ταυτόχρονα, η δουλειά, από διακριτή πρακτική δομημένη γύρω από το ρυθμό του τεχνίτη, υποτασσόταν στο κεφάλαιο υπό το ρυθμό της μηχανής: “Ο εργάτης, πλήρως διαχωρισμένος από τη γη και τα εργαλεία, με την εξειδίκευσή του αχρηστευμένη, βυθίζεται στην ενιαία μάζα των μισθωτών σκλάβων” (IWW, στο Kornbluh 1998: 7).iii Στο πλαίσιο αυτό, οι IWW έκριναν οτι τα συνδικάτα τεχνιτών ενίσχυαν ένα παλιό και άχρηστο μοντέλο πολιτικής που βασιζόταν στο σεβασμό των διακρίσεων μέσα στην εργασία και στην ίδια την εργασία ως θετική πηγή ταξικής ταυτότητας. Ως ξεπερασμένη μορφή, τα συνδικάτα αυτά ήταν κατά συνέπεια αντιδραστικά. Όχι μόνο δεν ήταν ικανά να πολεμήσουν το κεφάλαιο στο νέο του έδαφος, αλλά ενίσχυαν τις ταυτότητες, τις τεχνικές ικανότητες, τους διαχωρισμούς, και τους θεσμούς της δουλειάς που ήταν απαραίτητοι για την αποτελεσματική εκμετάλλευση των εργατών και αποτελούσαν άρα “εργαλεία του καπιταλισμού” (Industrial Union Bulletin 1907, στο Ramirez 1978: 200).iv

 

Η “εργατική τάξη”, όπως και να διαχωριζόταν από τη μπουρζουαζία, δε θεμελιωνόταν σε μια διακριτή κοινωνική ομάδα, αλλά σε μια κατανόηση και μια εμπειρία της δουλειάς κατά μήκος της κοινωνικής ολότητας. Επρόκειτο για μια “προλεταριακή” σύνθεση εμμενή στις πολυποίκιλες παραγωγικές σχέσεις του κεφαλαίου και εναντίον τους. Με βάση την κατανόηση αυτή, τα κριτήρια συμμετοχής στο “Ένα και Μεγάλο Συνδικάτο” ήταν τα εξής: “κανένας άλλος εκτός από πραγματικούς μισθωτούς εργάτες δεν μπορεί να είναι μέλος … κανένας δεν αποκλείεται από τη συμμετοχή εξαιτίας πίστης, χρώματος ή φύλου”(IWW 1972: 9). Το άνοιγμα αυτό ως προς τη φυλή και το φύλο ήταν από μόνο του ρηξικέλευθο, όμως οι IWW ανοίχτηκαν και προς τους νομάδες εργάτες (οι οποίοι αποδείχθηκαν ιδιαίτερα σημαντικοί όπως θα πω παρακάτω), βάσει της αρχής ότι η οργάνωση πρέπει να ξεκινά από τους λιγότερο εκπαιδευμένους, του άμισθους, τους επισφαλείς και παράνομους εργάτες.v Ήταν η πρώτη Αμερικάνικη εργατική ένωση που θεώρησε την οικιακή εργασία ως δουλειά, που οργάνωσε καμαριέρες και πόρνες, και εξακολουθεί να είναι από τις λίγες που το κάνουν (Bird et al. 1987: 55–6). Αργότερα, άλλα καταστατικά πρόσθεσαν τα παρακάτω: “κανείς άνεργος ή συνταξιούχος εργάτης, κανείς εργαζόμενος φοιτητής, μαθητευόμενος ή νοικοκυρά δεν θα αποκλείεται από μέλος διότι δε λαμβάνει μισθούς” (IWW 1972: 9).vi Οι IWW θεωρούσαν ότι μόνο η οργάνωση μιας μεγάλης μάζας εργατών, των οποίων η ταυτότητα καθοριζόταν από διαφορετικές αρχές (την “τέχνη” τους, ή τη φυλή τους, το φύλο, την εθνικότητα ή τη γλώσσα τους), ενάντια στις διάφορες τους ταυτότητες, σε ένα πιο γενικό πεδίο “συνάδελφων εργατών” μπορούσε να κάνει αποτελεσματική τη συλλογική τους απάντηση στους εργοδότες. Αυτό είναι ιδιαίτερα ορατό στις προσπάθειες των IWW να οργανώσουν τους μαύρους εργάτες. Όπως έδειξε ο Foner (1976), τα συνδικάτα των τεχνιτών συχνά όχι μόνο απέκλειαν τους μαύρους, αλλά ήταν και η αιχμή των ρατσιστικών πρακτικών διότι ο ρατσισμός και ο σεξισμός ήταν αποτελεσματικά μέσα για την ενίσχυση της ταυτότητας των τεχνιτών. Οι αδελφότητες των σιδηροδρομικών του τέλους του 19ου αιώνα ήταν συχνά πιο οπισθοδρομικές και από τους δικαστές και την επίσημη εκκλησία. Απέκλειαν τους μαύρους όχι μόνο από τα συνδικάτα, αλλά και από την ίδια τη δουλειά, ενώ συνέχισαν αυτόν τον ολέθριο ρατσισμό μέχρι και τον 20ο αιώνα.vii Οι IWW από την άλλη, ακόμα και στον αμερικάνικο νότο, προσπάθησαν να οργανώσουν μαύρους και λευκούς στα ίδια συνδικάτα. Βασική αρχή τους ήταν πάντοτε ότι η ισότητα της εργατικής τάξης ήταν ο μόνος τρόπος να αποφευχθούν οι άνισοι μισθοί, το σπάσιμο των απεργιών (μια συχνή κατηγορία που απεύθυνε η Αμερικάνικη Εργατική Ομοσπονδία – AFL – στους μαύρους εργάτες), και ο ρατσισμός. Το φυλλάδιο ων IWW με τον τίτλο “Προς τους Έγχρωμους Εργάτες και Εργάτριες” δήλωνε: “αν είσαι μισθωτός εργάτης είσαι ευπρόσδεκτος στις αίθουσες του IWW, άσχετα με το χρώμα σου. Βλέπετε έτσι πως οι IWW δεν είναι το σωματείο των μαύρων ή των λευκών, αλλά το σωματείο των εργατών” (στο Foner 1976: 110–11). Αυτή η έγνοια όμως για τη συμμετοχή των μαύρων εργατών σήμαινε και δουλειά με τις προκαταλήψεις των λευκών εργατών. Για παράδειγμα, ένα άρθρο του Phineas Eastman στην εφημερίδα των νότιων IWW Voice of the People (Φωνή του Λαού) το 1912, με τίτλο “κάτω η φυλετική προκατάληψη” ζητούσε από τους

 

“συναδέλφους εργάτες του Νότου, αν θέλουν να υπάρχουν καλά αισθήματα ανάμεσα στις δυο φυλές (διότι η μία είναι απαραίτητη για την επιτυχία της άλλης), να σταματήσουν να αποκαλούν τον έγχρωμο άνθρωπο “αράπη” (nigger), διότι ο τόνος κάποιων, καθώς και η ίδια η λέξη, είναι προσβλητικά. Πείτε τους νέγρους αν θέλετε να αναφερθείτε στη φυλή τους, αλλά “συνάδελφε εργάτη” είναι ο μόνος χαιρετισμός που θα ‘πρεπε να χρησιμοποιεί ένας επαναστάτης” (στο Foner 1976: 109).

 

Στριμωγμένες Πολιτικές και η Κριτική της Δουλειάς

Αν η “εργατική τάξη” ήταν το δίκτυο των παραγωγικών σχέσεων που ξεπερνούσε τις επιμέρους ταυτότητες της δεξιότητας, της φυλής και του φύλου και δρούσε ως το πεδίο σύνθεσης των IWW, το σημείο δράσης του δικτύου αυτού ήταν η “δουλειά”. Το περιορισμένο δικαίωμα ψήφου σήμαινε ότι τα μέλη των IWW ως επί το πλείστον ήταν αποκλεισμένα από τη συμβατική πολιτική συμμετοχή.viii Έτσι, όπως ισχυρίστηκε ο Bologna (1972: 21), για τη μάζα του πληθυσμού οι ελευθερίες των αστικών πολιτικών σφαιρών είχαν περιοριστεί στην “ελευθερία να δουλεύουν”. Δεδομένης της κατάστασης, οι IWW δεν προσπάθησαν να εισέλθουν στη σφαίρα της πολιτικής. Αντίθετα από τη σύγχρονή τους Δεύτερη Διεθνή, απέρριψαν τόσο τον κοινοβουλευτισμό όσο και το κόμμα της πρωτοπορίας. Μετά τη ρήξη με τον De Leon το 1908, οι IWW εστίασαν αποκλειστικά στον “οικονομικό” αγώνα στα σημεία παραγωγής.ix Αυτή ξερή έμφαση στη δουλειά, ωστόσο, δεν περιόρισε την πολιτική δραστηριότητα, αλλά την άνοιξε αρκετά ώστε να ασχοληθεί με τις εμπειρίες και τις κοινωνικές σχέσεις που διέτρεχαν τις διάφορες μειονότητες που συνιστούσαν το πεδίο της εργατικής τάξης. Ο Haywood καταδεικνύει με σαφήνεια πόσο πλατιά ήταν εν τέλει η έμφαση στην εργασία: “Οι IWW δεν είναι μια πολιτική οργάνωση” έλεγε, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι “πολιτικοί”.

“Πράγματι, ο βιομηχανικός συνδικαλισμός είναι η πλατύτερη δυνατή πολιτική ερμηνεία της πολιτικής δύναμης της εργατικής τάξης, διότι οργανώνοντας τους εργάτες στη βιομηχανία ταυτόχρονα δίνεις ψήφο στις γυναίκες υπαλλήλους στα καταστήματα, δίνεις αυτόματα στους μαύρους χωρίς πολιτικά δικαιώματα μια φωνή στη λειτουργία των βιομηχανιών. Το ίδιο θα επεκτεινόταν σε κάθε εργάτη” (στο Kornbluh 1998: 50, η έμφαση δικιά μου).

 

Αν και η εργασία ήταν το επίκεντρο, ωστόσο αυτό δεν παρήγαγε μια εργατίστικη ταυτότητα. Κατά μήκος του πολιτικοποιημένου πεδίου της εργασίας, οι woblies θα παρέμεναν ένας “στριμωγμένος” και “απών” λαός. Όπως γίνεται ξεκάθαρο στον πρόλογο του καταστατικού τους, δεν υπήρχε κανενός είδους ταυτότητα που να θεμελιώνεται στο σύνθημά τους για “τίμιο μισθό για τίμια δουλειά”. Η εργασία ήταν χώρος “ταξικού πολέμου”, σημείο συνάντησης δυο εκ βάθρων αντιτιθέμενων στρατοπέδων που δεν άφηναν κανένα ενδιάμεσο χώρο για συνθηκολόγηση και δημιουργία πιθανών ταυτοτήτων. Αλλά αν η εργασία ήταν η “διαφορά” (δηλαδή “μια περίπτωση διαμάχης μεταξύ τουλάχιστον δυο ενδιαφερομένων, που δεν μπορεί να λυθεί διότι λείπει ένας κανόνας ο οποίος μπορεί να εφαρμοστεί σε αμφότερα τα επιχειρήματα” (Lyotard 1988: xi)), το ένα στρατόπεδο – οι εργοδότες – είχε τη δυνατότητα να καθορίσει το πεδίο: οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν.x Η μόνη διέξοδος που παρέμεινε ανοιχτή για τους wobblies ήταν να προωθήσουν μια ιδιαίτερη τάση μέσα και ενάντια στο καθεστώς της εργασίας με τρόπο που να αποτρέπει κάθε πιθανή προσκόλληση σε ταυτότητες μέσα στο καθεστώς αυτό.xi Η τάση αυτή – προς την “κατάργηση του συστήματος των μισθών” – ήταν χαρακτηριστικά απλή: “Λιγότερες ώρες, μεγαλύτεροι μισθοί και καλύτερες συνθήκες” (υπό την αρχή ότι “κανένας όρος με τα αφεντικά δεν είναι αδιαπραγμάτευτος” (Bruns 1980: 147)). Με μια ανταγωνιστική τάση παρά με ένα “δίκαιο αίτημα”, οι wobblies εξωθήθηκαν σε συνεχή προπαγάνδα και επινόηση νέων τακτικών καθώς προωθούσαν οτιδήποτε από το οχτάωρο στο εξάωρο, ακόμα και στο τετράωρο, τη βδομάδα των τεσσάρων ημερών. Ταυτόχρονα, έκαναν πολιτική τους την άρνηση κάθε σύμβασης (διότι οι συμβάσεις θεωρούνταν μέσο δημιουργίας και διατήρησης διαχωρισμών ανάμεσα στους εργάτες και παρεμπόδισης της εργατικής αλληλεγγύης).xii “Το σωστό και το λάθος”, όπως ισχυριζόταν ένας wobbly προσπαθώντας να εξηγήσει γιατί πήρε δουλειά με το κομμάτι, κάτι που οι IWW απέρριπταν, “κρίνεται μόνο από τα αποτελέσματα”(Winstead, στο Kornbluh 1998: 283).

 

Ούτε Μετανάστες ούτε Αμερικάνοι

Το πεδίο της τάξης όπως το έθεταν οι IWW ταυτόχρονα εμπλεκόταν και έθετε υπό αίρεση την εργασία και την ταυτότητα του εργάτη. Με τον ίδιο τρόπο, οι IWW πολιτικοποιούσαν και αρνούνταν να περιχαρακωθούν στις ταυτότητες του μετανάστη, του Αμερικάνου, του πολίτη. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις ταυτότητες συνέχισαν να αποτελούν ένα απόντα λαό. Οι μετανάστες εργάτες ήταν ένα σημαντικό κοινό για την ιδέα των IWW περί οργάνωσης “από τα κάτω”. Η ποικιλία των εμπειριών των μεταναστών προσέθεσε ξεκάθαρα στις δεξιότητες, την πολιτική εμπειρία και την κουλτούρα των IWW. Η “πάλη για την ελευθερία λόγου” στο Αμπερντήν της Ουάσιγκτον το 1911 είναι χαρακτηριστική της μεταναστευτικής σύνθεσης των IWW: κατά τη διάρκειά της, μια ομάδα wobblies ανέβαιναν με τη σειρά σε ένα κουτί από σαπούνι και να προφέρουν τις λίγες λέξεις που προλάβαιναν να πουν προτού τους συλλάβει η αστυνομία (στόχος της πάλης για την ελευθερία του λόγου ήταν να γεμίσουν μέχρι ασφυξίας τα δικαστήρια και τις φυλακές των πόλεων στις οποίες απαγορευόταν στους wobblies να βγάζουν λόγους στις γωνιές των δρόμων, κάτι που σιγά-σιγά έγινε μια μορφή τέχνης).xiii Οι ομιλητές προέρχονταν από διάφορα εθνικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα τα οποία ξεχώριζαν από τις διαλέκτους τους. Μετά από ένα “Γιάνκη από τις κάτω ανατολικές πολιτείες”, “απόγονο των προσκυνητών του Mayflower”,

 

ανέβηκε ένας κοντός μελαχροινός Γερμανός, καταφανώς από το Schwartzwald ‘Mein Fellow Vorkers! Schust you listen by me vhile I tells you somethings!’ τι ήταν αυτό το ‘something’ όμως δεν το ακούσαμε ποτέ διότι τον άρπαξαν και τον συνέλαβαν όπως και τους δυο προηγούμενος από αυτόν ομιλητές. Μετά το Γερμανό ανέβηκε ένας τεράστιος οστεώδης Ιρλανδός με τη χαρακτηριστική προφορά του τόπου του ‘Fellow Workers! Oi’m not much of a spaker, but Oi don’t suppose Oi’ll be allowed to talk long, anyhow.’ Αυτά πρόλαβε να πει πριν τον συλλάβουν δια της βίας. Ήρθε τότε η σειρά ενός Ιταλού που ξεκίνησε με τον τυπικό χαιρετισμό “Συνάδελφοι Εργάτες”, είπε κάποιες λέξεις στα γρήγορα και τον πήραν για τα κρατητήρια. Από μιαν άλλη πλευρά του πλήθους, ένας κοντός άνδρας με το χαρακτηριστικό βηματισμό του ναύτη πετάχτηκε στο κέντρο του δρόμου, φώναξε “Συνάδελφοι Εργάτες” και πρόλαβε να βγάλει ίσως τον πιο μακρύ “λόγο” της βραδιάς: “Η “Ένωση Πολιτών” με έχει πετάξει έξω από την πόλη αυτή πέντε φορές και κάθε φορά ο δρόμος με ξανάφερε πίσω. Κάτι που αποδεικνύει ατράνταχτα ότι η γη είναι στρογγυλή!” (Payne, στο Kornbluh 1998: 103)

 

Οι ιδέες, οι πρακτικές και οι άνθρωποι των wobblies έμοιαζαν να ξεπερνούν τα εθνικά κράτη – το “αν δε σου αρέσει εδώ, να πας πίσω στη χώρα σου” ήταν μια γνωστή προσβολή προς τους wobblies αγκιτάτορες. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς απελάθηκαν εν τέλει, ενώ γινόταν και πολύς λόγος για “ξενόφερτες” προβοκατόρικες ιδέες. Οι ίδιοι οι wobblies ωστόσο είχαν πολύ πιο πολύπλοκη σχέση με την κατάστασή τους ως μετανάστες. Αν και αντλούσαν δύναμη και ευχαρίστηση από την πολύπλοκη πολιτισμική τους σύσταση (όπως φαίνεται από τη φωνητική αποτύπωση των ομιλιών στο παραπάνω απόσπασμα), δεν δέχονταν την ταυτότητα του “ξένου”. Όπως το έθεσε ο ρήτορας του δρόμου J. P. Thompson, “δεν υπάρχει ξένος. Είμαστε όλοι ντόπιοι αυτού του πλανήτη” (στο Kornbluh 1998: 316).xiv Όμως οι wobblies δεν επεδίωξαν ούτε μιαν αμερικάνικη ταυτότητα. Έλεγαν, αντίθετα, ότι δεν είχαν και καμιά σημαντική εμπειρία του πως είναι να είσαι Αμερικάνος, πέρα από την ελευθερία της μισθωτής εργασίας. Μια γελοιογραφία που ζωγράφισε ο Joe Hill (στο Kornbluh 1998: 129), παρωδούσε τις υποσχέσεις του αμερικάνικου συντάγματος ως “Ζωη; Ελευθερία; και η επιδίωξη της – δουλειάς!”, με ένα μετανάστη εργάτη να καταδιώκει μια νύμφη, με τη λέξη “δουλειά” πάνω στην κορώνα της, που κρατούσε μια χοιρινή μπριζόλα. (Η κυριολεκτική ουτοπία της χοιρινής μπριζόλας είναι ένα συχνό μοτίβο των wobblies). Ένα τραγούδι, το “η χώρα μου”, γραμμένο από κάποιον Ο.Ε.Β. κατά τον πόλεμο του 1914-18, ξεκινά σα μια πατριωτική ωδή στη “χώρα” του συγγραφέα, για να αποκαλύψει αργότερα ότι “Η χώρα μου δεν έχει άκρη/ δεν έχει σύνορο/ ούτε βασιλιά, ούτε άρχοντα/ μόνο μια φυλή ανθρώπων”. Η απουσία της χώρας αυτής σημειώνεται ευθύς μετά: “Δε ζω στην χώρα μου/ αλλά μπορώ να ζήσω στις ελπίδες που μου δίνει/ για το μέλλον” (στο Kornbluh 1998: 329). Κι όμως ήταν στην Αμερική, ανάμεσα σε μια ποικιλία μεταναστών, που αναδύθηκαν οι IWW. Το κίνημα δεν ήταν μια συλλογή μειονοτήτων και μεταναστών που ενώνονταν στο χωνευτήρι της Αμερικής, αλλά κάτι νέο που αναδύθηκε από τη συγκεκριμένη ένωση του σύγχρονου βιομηχανικού κεφαλαίου, της φτώχειας και της καταπίεσης, τους περιθωριοποιημένους στο εσωτερικό της χώρας και τους Ευρωπαίους μετανάστες κατά μήκος του κοινωνικού πεδίου της Αμερικής. Ένα ανώνυμο άρθρο από το 1922, με τίτλο “γιατί είμαι μέλος των IWW”, το έθετε ως εξής:

 

Και τέλος, αν και είμαι ξένος, είμαι μέλος των IWW ακριβώς γιατί βρίσκομαι στην Αμερική. Διότι, παρά το τι πιστεύουν πολλοί, οι IWW είναι παραφυάδα της προχωρημένης οικονομικής ανάπτυξης της Αμερικής και οι Ιταλοί, οι Ρώσσοι ή οι Σουηδοί που βρίσκεις στην οργάνωση δεν θα ήταν wobblies αν έμεναν στη χώρα τους (στο Kornbluh 1998: 289).

 

 

ούτε Πολίτες ή Λαός…

Έδειξα ήδη πως τα μέλη των wobblies – γυναίκες, απόγονοι μαύρων σκλάβων, μετανάστες, νομάδες εργάτες, νέοι – υπήρξαν έξω από την κατηγορία του πολίτη και πως οι IWW δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να αποκτήσουν επίσημη ψήφο. Αντίθετα, και με συνέπεια προς τις πολιτικές της παραγωγής που τους χαρακτήριζαν, οι IWW άσκησαν σοβαρή κριτική στην έννοια του πολίτη. Η φιγούρα του πολίτη στα γραπτά των wobblies εμφανίζεται πιο συχνά ως μια αυτάρεσκη γραμμομοριακή πλειοψηφία που προτάσσει την ιστορική της αυθεντικότητα ενάντια στους ξένους ριζοσπάστες εργάτες, ως ένα σύνολο “καλών χριστιανών” που πήγαν με το σταυρό και την αστερόεσσα στο νέο κόσμο για να ασκήσουν ελεύθεροι τη θρησκεία τους και να εξαναγκάσουν τους άλλους να κάνουν το ίδιο (δες Smith, στο Kornbluh 1998: 115). Ένα τραγούδι για τους εκτελεσμένους αναρχικούς Σάκκο και Βανσέττι δίνει ξεκάθαρα την εικόνα αυτή. Ένας “Αμερικάνος” εμφανίζεται να λέει τα εξής:

 

But the hell of it is, they ain’t got no—

Wotta ya call it?—

Oh yes, no historic past.

If they ever get one o’them they’ll be all right.

Then they can talk about 1776

Instead of yellin’ their fool heads off About Garrybaldeye an’ Spartycuss.

But they’re nothin’ but God damn dagoes.

Now me: I’m an American, I am.

We’re the real people, we are …

They not only don’t know nothin’ about books ‘n’ music,

‘N’ inventin’ ‘n’ science,

‘N’ makin’ purty pictures ‘n’ such things,

But they don’t even know howta talk

The American language right.

 

Το γαμώτο είναι ότι δεν έχουν…

πως το λένε;

Α ναι! Δεν έχουν ιστορικό παρελθόν

Αν αποκτήσουν ένα, θα’ ναι μια χαρά.

Μετά θα μπορούν να μιλάνε για το 1776

Αντί να ξελαρυγγιάζονται για το Γκαριμπάλντι και τον Σπάρτακο

Αλλά τι να πεις, είναι όλοι τους παλιολατίνοι

Όχι εγώ, εγώ είμαι Αμερικάνος, αλήθεια

Εμείς είμαστε πραγματικός λαός, αλήθεια

Αυτοί όχι μόνο δεν ξέρουν τίποτα για βιβλία ή μουσική,

και εφευρέσεις και επιστήμη,

και να φτιάχνουν ωραίες εικόνες και τέτοια,

δεν ξέρουν ούτε να μιλάνε

τα Αμερικάνικα σωστά. (Seymour, στο Kornbluh 1998: 358)

 

Οι IWW αρνήθηκαν επίσης να συνταχθούν με την υποτιθέμενα δημοκρατική εικόνα του “λαού”, όπως είναι σαφές στο σύντομο κείμενο του Joe Hill “Ο Λαός” (στο Kornbluh 1998: 136–7). Ξεκινά με τον πρώτο στίχο από την “Κόκκινη Σημαία”, που λέει “Η σημαία του Λαού είναι βαθυκόκκινη”, και ρωτά: “ποιός είναι ο λαός”; Ο Hill υπαινίσσεται ότι τα διάφορα αφεντικά και οι διάφοροι κυβερνήτες ήταν πάντα “με το λαό”, αλλά

 

Όταν κυμάτιζε η Κόκκινη Σημαία στην Κάτω Καλιφόρνια [εννοεί την εξέγερση της Tia Juana], δεν είδα κανένα από το “λαό” στις γραμμές των εξεγερμένων. Μόνο απλοί εργάτες και γελαδάρηδες στην πλειοψηφία τους, πασπαλισμένοι με λίγους “παράνομους”, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. (Hill, στο Kornbluh 1998: 137)

 

Ο “λαος” ήρθε μονάχα για να χαζέψει τους “άγριους με την κόκκινη σημαία τους” προτού να την κοπανήσει ξανά για “τη γη της διαφθοράς και την πατρίδα των σκλάβων” [λογοπαίγνιο με το “Land of the Free and the Home of the Brave” του αμερικάνικου ύμνου, που εδώ γίνεται “ Land of the Graft and the Home of the Slave”, σ.τ.μ.] Το μάθημα, σύμφωνα με το Hill, ήταν πως:

 

Είναι καιρός ο κάθε εξεγερμένος να ξυπνήσει και να δει πως “ο λαός” και η εργατική τάξη δεν έχουν τίποτε κοινό. Ας τραγουδήσουμε λοιπόν το “Η σημαία των εργατών είναι βαθυκόκκινη” και ας πάει στο διάολο ο “λαός” (Hill, στο Kornbluh 1998: 137).

 

 

αλλά Αλληλέγγυοι Επαναστάτες

Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ανακαλύψει το ρομαντισμό του περιθωριακού στη φιγούρα του επαναστάτη που περιγράφει ο Joe Hill. Πρόκειται όμως για μια μάλλον περίπλοκη φιγούρα που δουλεύει ενάντια στην ταυτότητα και ταυτόχρονα αποτελεί αρχή της επινόησης. Ο επαναστάτης διαχωρίζει τον εαυτό του από τον πολίτη και το λαό, όχι όμως για να απομονωθεί. Ο Hill αναφέρει τους “παράνομους” με κάποια αμφιβολία (λέγοντας “ό,τι και να σημαίνει αυτό”), αλλά οι επαναστάτες είναι μέρος μιας συγκεκριμένης εργατικής τάξης και λειτουργούν με “αλληλεγγύη” προς αυτή. Μπορούμε να πούμε ότι η δυάδα επαναστάτης και αλληλεγγύη αποτελεί βάση της δημιουργικότητας των IWW και μάλιστα μπορεί να εξεταστεί με τους όρους του ελάσσονος συγγραφέα των Ντελέζ και Γκουαταρί. Στο στριμωγμένο χώρο των μειονοτικών δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε τρόπος για την ανάδυση και την ανύψωση των αυτόνομων συγγραφέων ή δραστών, ή για “μια εξατομικευμένη έκφραση, που θα ανήκε σε αυτόν ή εκείνο τον δάσκαλο, και θα μπορούσε να διαχωριστεί από τη συλλογική έκφραση” (Deleuze και Guattari 1998: 49).

 

Μάλλον, ο συγγραφέας και το κοινό μπλέκονται, ο ένας μέσα στον άλλο, έτσι ώστε κάθε έκφραση να αποκτά “συλλογική αξία” (49). Η δημιουργικότητα παύει να είναι το παράγωγο ενός συγγραφέα που αφιερώνει την δικιά του ή της αυτόνομη εμπειρία στην πρόζα ή στη δράση, αλλά είναι μάλλον μια περίπλοκη ανάπτυξη μιας συλλογικής ίντριγκας, μια “συλλογική έκφραση”. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος για ανανέωση ή μοναδικότητα. Το αντίθετο. Ο συγγραφέας ταυτόχρονα ανήκει στο “χώρο” τον οποίο πραγματοποιεί συλλογικά και, εφόσον ο λαός απουσιάζει ή δεν έχει συνοχή, είναι σε θέση να εκφράσει μια διαφορετική διάταξη, μια διαφορετική ευαισθησία που δεν περιορίζεται από μια σταθερή ταυτότητα (και σχετικά απελευθερωμένη από το βάρος μιας παράδοσης που θα ήταν ίδιον ενός συνεκτικού λαού). Την ίδια στιγμή, ακριβώς διότι δεν υπάρχει χώρος για την ανύψωση των μεγάλων συγγραφέων, “τα χαρίσματα των οποίων να φράζουν τα στόματα της πλειοψηφίας των δικολάβων” (Kafka 1999: 142), η λειτουργία του συγγραφέα διαμοιράζεται κατά πλάτος του χώρου. Με τον τρόπο αυτό, η επινόηση και η έκφραση δεν αναδύονται σε διακριτά υποκείμενα, αλλά σε μια πλειάδα “συνόρων” ή “ανώμαλων” σημείων – σημείων διαφοράς ή μειοψηφίας μέσα στην κοινότητα ή στα όριά της, που θέτουν υπό αίρεση την ατομική εμπειρία, φέρνουν στη ζωή νέες σχέσεις και οδηγούν την κοινότητα σε νέα εδάφη (δες Deleuze και Guattari 1988: 243–7).

Η λειτουργία του ελάσσονος συγγραφέα και η δυάδα επαναστάτης/αλληλεγγύη φαίνονται σε κάποιες στιγμές στη σύνθεση των wobblies. Η “συλλογική αξία” των IWW είναι εμφανής στην αντίθεσή τους προς τις συμβατικές μορφές ηγεσίας ή έκφρασης (ήταν συχνή η επωδός “είμαστε όλοι αρχηγοί”), στην εμμονή τους στην ανωνυμία (τέτοια που συχνά το πολιτιστικό υλικό παραγόταν ανώνυμα ή αποδιδόταν σε συλλογικά ψευδώνυμα) και η πίστη τους στην οργάνωση που κάποιες φορές παίρνει το μορφή, όπως είπε και ο Κάφκα για την ελάσσονα σύνθεση, “απόφασης ζωής και θανάτου” (δες και Giovannitti, στο Kornbluh 1998: 194). Πράγματι, χιλιάδες φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, αλείφτηκαν με πίσσα και πούπουλα, δάρθηκαν, κρεμάστηκαν ή πυροβολήθηκαν γιατί ήταν μέλη. Ένας φυλακισμένος έγραφε:

 

Δε σκεφτόμαστε καν τους εαυτούς μας ως άτομα και κρίναμε τις πράξεις μας με την αξία τους για την άμυνα, την οργάνωση και την εργατική τάξη. Δεν το αισθανόμαστε σαν εκείνους που γίνονται θρήσκοι μετά από ξαφνική αποκάλυψη, αλλά μέσα από τις σχέσεις του ενός με τον άλλον και την συνειδητοποίηση ότι η ομάδα και αυτό που αντιπροσώπευε η ομάδα ήταν πιο σημαντικά από το άτομο. (Jack Leonard, στο Kornbluh 1998: 126)

 

 

Αυτή η πίστη στη συλλογικότητα δεν ήταν αποκύημα μιας φετιχοποίησης της οργάνωσης, αλλά πήγαζε από την ανάγκη για αποτελεσματική πολιτική δράση – που υποστηριζόταν με τους όρους της “αλληλεγγύης”. Όπως το έθεσε ο Pierce C. Wetter:

 

Η αλληλεγγύη – η βασική, αξερίζωτη ανθρώπινη πίστη ότι μια προσβολή σε έναν είναι προσβολή για όλους – είναι το πνεύμα, η ουσία της οργάνωσής μας… το να απεμπολήσεις την αρχή της αλληλεγγύης είναι στην ουσία απιστία όχι μόνο για την υπόλοιπη ομάδα, αλλά και για το σκοπό για τον οποίο μαχόμαστε (στο Kornbluh 1998: 348).

 

Αν και η συλλογικότητα αυτή ήταν σίγουρα μια υπαγωγή του αυτόνομου ατόμου, δεν ήταν, ωστόσο, μια άρνηση της μοναδικότητας ή της δημιουργικότητας. Στους IWW, η μοναδικότητα δεν ήταν συνάρτηση του ατόμου, αλλά “του επαναστάτη”. Ο επαναστάτης είναι δείκτης της δημιουργικότητας, ή της “δράσης” αλλά η συγγραφική στιγμή του υπάρχει μόνο ως μέρος του “χώρου” (milieu). Ως τέτοια, η επαναστατική πρακτική πρέπει να ειδωθεί ως συλλογική έκφραση και όχι διακριτή θέση του υποκειμένου. Η δημιουργία δεν έρχεται από την αυτόνομη ταυτότητα του επαναστάτη, αλλά προωθώντας και αναπτύσσοντας μια όψη της πολιτικοποιημένης κατάστασης, είτε στην πολιτιστική παραγωγή, είτε στην ανανέωση της τακτικής και της πράξης (σε μια απεργία, για παράδειγμα, για να είναι η “ατομική” δράση αποτελεσματική είναι απαραίτητο να αποτελεί μέρος μιας συλλογικής δράσης). Αυτό δε σημαίνει οτι οι wobblies δεν είχαν διακεκριμένες φιγούρες, όπως οι ‘Big’ Bill Haywood, Elizabeth Gurley Flynn, Ben Fletcher και Joe Hill, αλλά η βαρύτητά τους έγκειτο στην εμμενή τους σχέση με τη συλλογικότητα. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ιδιαίτερα στυλ ή ικανότητες που κάποιες φορές ώθησαν τη συλλογικότητα σε νέες μορφές, αλλά δεν “ηγούνταν” και δεν είχαν αυτόνομο συγγραφικό ρόλο ανεξάρτητο από το κίνημα και το πλήθος των ανώνυμων αγκιτατόρων.

 

Για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει το κύριο όνομα ‘Joe Hill’ με όρους ενός ελάσσονος συγγραφέα, παρακολουθώντας τη διάδοση και τη χρήση των τραγουδιών του, των γελοιογραφιών του, της φήμης και του μύθου του σχεδόν, καθώς αντηχούσαν στο κίνημα των wobblies. Δυο στιγμιότυπα από τη φυλάκιση και το θάνατο του Joe Hill μετά από μια στημένη καταδίκη για φόνο, είναι χαρακτηριστικά. Πρώτα, μια έκκληση για χρήματα για την υπεράσπιση:

 

Μα δεν υπάρχει κανείς στην οργάνωση που να ισχυριστεί πως δεν ξέρει αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί όπου μαζεύονται οι επαναστάτες, το όνομα JOE HILL είναι γνωστό. Αν και δεν τον ξέρουμε προσωπικά, ποιος από μας μπορεί να πει πως δεν μιλάει με τον ‘Scissor Bill’, τον ‘Mr. Block’, και ποιός δεν έχει ακούσει το “White Slave’ ή να άκουσε να παίζεται το διάσημο τραγούδι ‘Casey Jones’ και πολλά άλλα στο μικρό κόκκινο βιβλίο τραγουδιών; (στο Kornbluh 1998: 129).

 

Δεύτερον, η κηδεία του. Μετά την εκτέλεσή του, σε μια μεγάλη και μακρυά τελετή με ομιλίες σε δέκα διαφορετικές γλώσσες, ο Hill αποτεφρώθηκε. Το σήμα του των IWW, τα μανικετόκουμπα και η γραβάτα του αφαιρέθηκαν για να διατηρηθούν στα κεντρικά γραφεία των IWW, ενώ τα χερούλια από το φέρετρό του έλιωσαν για να γίνουν μια πλάκα με τις λέξεις από το τελευταίο του γράμμα: “μη θρηνήσετε για μένα – οργανωθείτε!” (στο Kornbluh 1998: 155). Τα λουλούδια στάλθηκαν σε τοπικά γραφεία των IWW και – με μια παράξενη τελετή – οι στάχτες του μοιράστηκαν σε τοπικές οργανώσεις ανά τον κόσμο με την οδηγία να σκορπιστούν στον αέρα την πρωτομαγιά του 1916. Στην έκκληση για αλληλεγγύη, η επινόηση και η επιρροή του Hill σηματοδοτείται μέσω των τραγουδιών του καθώς αυτά με τη σειρά τους συνδέονται με την απαραίτητη ένδειξη της κοινότητας των wobblies, το “μικρό κόκκινο βιβλίο τραγουδιών”, με τέτοιο τρόπο ώστε η μοναδικότητά του να καταφάσκει και να ενισχύει τη συλλογική αξία της αλληλεγγύης. Κατόπιν, κάθε πλευρά του θανάτου του Hill και της σωρού του – ακόμα και σε αυτό το πιο προσωπικό γεγονός – διηθείται από τη συλλογικότητα καθώς χρησιμοποιείται για τη σύνθεση του κινήματος. Φαίνεται σαν τίποτα να μην πρέπει να πάει χαμένο στο σκοπό της “οργάνωσης”, μέσα στην οποία ενέχεται η πολυπλοκότητα και η επαναστατημένη δημιουργικότητα του Hill. Εκφράζοντας ίσως κάτι από αυτό το ρόλο, ο ίδιος έγραψε πριν εκτελεστεί: “αύριο περιμένω να ταξιδέψω στον πλανήτη Άρη και αν όντως είναι έτσι, τότε αμέσως θα αρχίσω να οργανώνω τους εργάτες των καναλιών του πλανήτη στους IWW” (στο Kornbluh 1998: 127).

 

 

Ο Hobo

 

Αφού συζητήσαμε τη γενική μορφή της σύνθεσης των wobblies – ως ταξικό κίνημα που λειτούργησε μέσα και ενάντια στο πεδίο της εργασίας, έδιωξε και υπέσκαψε μια σειρά από μείζονες ταυτότητες και ενείχε μια λειτουργία ελάσσονος συγγραφέα – τώρα στρέφομαι προς τις μορφές και τις δημιουργίες ενός συγκεκριμένου κομματιού εργατών που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στους IWW, τους hobo ή πλανόδιους εργάτες. Οι hobo ήταν ταυτόχρονα εργάτες, περιθωριακοί, λουφαδόροι και μποέμ. Μέσα από τις ανώμαλες θέσεις τους στα όρια αυτών των μορφών και των σχέσεων γεννήθηκαν οι πολιτικές και πολιτιστικές τους επινοήσεις.

 

 

Εργάτες, Περιθωρακοί και η Κουλτούρα Ενάντια στην Εργασία

 

Όταν ένας πράκτορας του Υπουργείου Δικαιοσύνης αναφέρθηκε στις δραστηριότητες των hobos των IWW στην Καλιφόρνια και την Ουάσιγκτον, είπε ότι το κίνημα συνίστατο “κυρίως από επαίτες χωρίς μόνιμη κατοικία, στην πλειοψηφία τους ξένους, καθώς και δυσαρεστημένους και ανέργους, οι οποίοι δεν καίγονται να δουλέψουν” (στο Preston 1963: 60–1). Αυτός ο χαρακτηρισμός θυμίζει αρκετά την περιγραφή του Μαρξ (1973: 197) για το εξω-κοινωνικό και συντηρητικό λούμπεν-προλεταριάτο. Το βασικό σημείο της σχέσης των hobos με τους IWW ωστόσο, ήταν οτι επρόκειτο για εργάτες και ως τέτοιοι ήταν το κατ’ εξοχήν κοινό της ιδέας του Haywood για οργάνωση από τα κάτω. Στην ουσία οι hobos ήταν περιπλανώμενοι εργάτες που διέσχιζαν τη χώρα ακολουθώντας την εποχική και την προσωρινή εργασία, ειδικά στην υλοτομία και τη γεωργία, αλλά επίσης στις κατασκευές, σε μεταλλεία, στο κούρεμα των προβάτων, στο ψάρεμα, στη συγκομιδή πάγου, στην κατασκευή σιδηροτροχιών, στο σκάψιμο φρεατίων και ούτω καθεξής.xv Αν ο καουμπόι γεννήθηκε από την κεφαλαιοποίηση της εκτροφής βοοειδών στις Αμερικάνικες πεδιάδες (Beasts of Burden 1999), ο hobo ήταν ο εργάτης του δεύτερου συνόρου, “ένα πλάσμα των εσχατιών” (Anderson 1975: ix) που ήρθε στο προσκήνιο από το σιδηρόδρομο και την εντατικοποίηση της βιομηχανίας κατά πλάτος της χώρας, και επεκτάθηκε με την ανάπτυξη και εγκαθίδρυση των πόλεων γύρω από ορυχεία και βιομηχανίες καθώς και την ανάπτυξη του αυτοκινήτου. Καθώς το κεφάλαιο ταυτόχρονα απαίτησε και έφτιαξε τον hobo, η επιλεκτική και προσαρμοστική ικανότητα του τελευταίου ήταν συνακόλουθη με την κινητικότητά του: “η προσαρμογή σε νέα και παράξενα εργαλεία, δουλειές, μηχανές και καταστάσεις ήταν για αυτόν μια φυσιολογική επίπτωση της μετακίνησης” (Anderson 1961: xiv). Έτσι, όπως έγραψε ένας wobbly:

 

Οι νομαδικοί εργάτες ήταν το πιο ευπροσάρμοστο σώμα ανθρώπων που αναπτύχθηκε ποτέ στη χώρα αυτή. Είχες να σκάψεις ένα τούνελ, να χτίσεις μια γέφυρα, ένα φράγμα; Τα νέα μαθεύονταν και εργάτες με διάφορες ικανότητες κατέφθαναν. Οι ελαιοχρωματιστές, οι χειριστές τρυπανιών, οι μηχανικοί, οι τυπογράφοι, οι οδηγοί, ό,τι επάγγελμα ήθελες, έφτανε στον τόπο της δουλειάς πάνω σε βαγόνια τρένου (Jack Miller, στο Bird και λοιποί 1987: 37).

 

Την ίδια στιγμή, ένα κάποιο μοντέλο του “περιθωριακού” ήταν κυρίαρχο στην κουλτούρα των hobo. Αν και σημαντικοί για την παραγωγή, οι πλανόδιοι συνέχισαν να αναπαρίστανται ως κακόμοιροι, περιθωριακοί και επικίνδυνοι τύποι.xvi Συχνά, συλλαμβάνονταν για αλητεία. Οι ίδιοι οι hobo όμως αντιλαμβάνονταν την περιθωριακή τους υπόσταση με περισσότερες αποχρώσεις. Στα τραγούδια των wobblies και σε άλλες πηγές, υπάρχουν συχνές αναφορές στον πλήρη αποκλεισμό και τη φτώχεια. Ένα διάσημο ρεφρέν πήγαινε κάπως έτσι: “δεν είναι αυτή ζωή, είναι οικονομία στα θαφτικά”. Σε ένα άλλο τραγούδι, το “ο δημοφιλής wobbly” από τον T-Bone Slim (στο IWW 1989: 37–8), ένας “ήρεμος” wobbly περνάει των παθών του τον τάραχο με την αστυνομία, τον δικαστή, τον ανθρωποφύλακα, τον κοριό και τον ψύλλο που “αγριεύουν και ξεσπάνε” πάνω του. Ίσως, σκέφτεται, ακόμα και τα τριαντάφυλλα να κάνουν το ίδιο στον τάφο του. Ωστόσο οι hobos δεν παραδίδονταν στην περιθωριακότητά τους, αλλά επικύρωναν τις θετικές της πλευρές. Ήταν όντως φτωχοί και καταπιεσμένοι, οι πιο απόντες του λαού, αλλά βλέπει κανείς ένα νεύρο και μια ζωτικότητα στην κουλτούρα τους, που αντικατοπτρίζεται σε πρώιμα τραγούδια των wobbly όπως το “Αλληλούια του Αλήτη”. Όπως δείχνει το ρεφρέν, είναι ένα τραγούδι με το τυπικό μακάβριο χιούμορ που, όπως ισχυρίζεται ο συνθέτης του, ελκύει τα “παλικάρια της ζούγκλας” με τον “κουρντισμένο του, ανέμελο ρυθμό”: “Αλληλούια, είμαι αλήτης/ αλληλούια ξανά αλήτης/ αλληλούια ο,τι θέτε δώσετε/ για να μας αναστήσετε” (στο Kornbluh 1998: 71). Αναγνωρίζοντας κάτι από αυτή τη ζωτικότητα, ο Jack London (1907) παρουσίασε το hobo, αν και κάπως ρομαντικά, με τους όρους του Νιτσεϊκού “υπερανθρώπου”. Όντως, είναι δυνατόν να δούμε τον τρόπο “αποκλεισμού” των hobo όχι τόσο ως σημείο μιας περιθωριακής ταυτότητας, αλλά μιας μειονοτικής “εθελούσιας φτώχειας” που ήταν λειτουργική στην υπερπήδηση των δομικών τους ταυτοτήτων και θέσεων. Είναι σίγουρο ότι ο τύπος των IWW το έβλεπε κάπως έτσι. Ένα άρθρο στη Solidarity του 1914 περιέγραφε την “ανώμαλή τους θέση, μισό βιομηχανικοί εργάτες και μισό ανέστιοι τυχοδιώκτες”, κάπως έτσι:

 

Ο νομαδικός εργάτης της Δύσης ενσωματώνει το πνεύμα των IWW. Ο χαρούμενος κυνισμός του, η ειλικρινής και ξεκάθαρη περιφρόνηση για τις περισσότερες συμβάσεις της μπουρζουάδικης κοινωνίας, ακόμα και για τις πιο αυστηρές συμβάσεις που μασκαρεύονται ως “ηθική”, τον κάνουν ένα θαυμαστό παράδειγμα των εικονοκλαστικών αρχών του επαναστατικού συνδικαλισμού (στο Kornbluh 1998: 66–7).

 

Στο κέντρο αυτής της ανώμαλης υπέρβασης ήταν η στάση του hobo προς τη δουλειά. Αν και ο hobo υπήρχε μόνο εμμενώς στο καθεστώς της παραγωγής, η δουλειά δεν ήταν ο αγαπημένος του τρόπος να περνά την ώρα. Στις περισσότερες αφηγήσεις, ιστορίες και τραγούδια για το hobo, τον βρίσκουμε να παρατάει τη δουλειά μάλλον εύκολα. Αν πηγαίνει σε άλλη δουλειά, προτιμά τις πιο μακρινές από τις πιο κοντινές και πιο καλοπληρωμένες (Anderson 1961: 5). Σε μια αυτοβιογραφία ενός wobbly/hobo, ο Henry McGuckin (1987: 11) θυμάται το πρώτο του μάθημα hobo ηθικής. Μετά από μια πραγματιστική συζήτηση για την κλοπή με βάση τις πιθανότητες σύλληψης, ο hobo φίλος του, του λέει τα εξής: “η δουλειά είναι η τελευταία επιλογή. Αν μπορείς να κοιμάσαι στα ζεστά και να τρως χωρίς αυτήν, τότε καλύτερα παράτα την”. Ο ‘King’ Dan O’Brien υπαινίσσεται με παρόμοιο τρόπο ότι η απέχθεια προς τη δουλειά ήταν διάχυτη: “ο hobo ορκίζεται πως αν ποτέ η δουλειά γίνει τέχνη και ευχαρίστηση, θα βγάλει το παλτό του και θα στρωθεί να δουλέψει” (στο Feied 1964:17–18). Και στον “Τελευταίο Θρήνο του Ηobo”, οι τελευταίες παραινέσεις του hobo είναι να “μην κλαίμε” γιατί “πάει σε μια χώρα που το ψητό φυτρώνει στους θάμνους… και που μισούν τη λέξη δουλειά” (στο Anderson 1961: 212). Υπάρχουν ασφαλώς και άλλες αφηγήσεις που παρουσιάζουν τους hobo να ψάχνουν απεγνωσμένα για δουλειά και να ισχυρίζονται πως δεν είναι αλήτες. Όμως, για την αντίληψη των IWW περί εργατικής τάξης – ένας προλεταριακός σχηματισμός μέσα και ενάντια στην εργασία – αυτές οι δυο θέσεις δεν είναι ασύμβατες. xvii Είναι καλύτερα να δούμε το αντί-εργασιακό ήθος ως κινητήρια δύναμη που τους ωθούσε μακριά από κάθε δουλειά και, με τους όρους του “ταξικού πολέμου”, μέσα και ενάντια στη δουλειά, σε σχέση με το μισθό κάθε νέας θέσης εργασίας.

 

 

Κουλτούρα της “Ζούγκλας”, Ηobohemia και Δρομομανία

 

Από αυτό το γενικό τρόπο σύνθεσης, οι hobos ανέπτυξαν μια περίπλοκη ύπαρξη. Τα κομβικά σημεία της ζωής των hobo ανάμεσα στις διάφορες δουλειές ήταν οι λεγόμενες “ζούγκλες” ή καταυλισμοί των hobo καθώς και η “hobohemia”. Οι ζούγκλες ήταν συνήθως κοντά σε σιδηροδρομικές διασταυρώσεις και στα όρια των πόλεων, αρκετά κοντά ώστε να επιτρέπουν στους hobo να ζητιανεύουν και να βρίσκουν ή να κλέβουν φαΐ, αλλά όχι τόσο κοντά ώστε να τραβούν την προσοχή. Η ζωή στις ζούγκλες φαίνεται να οργανωνόταν με βάση αφενός μια ισχυρή προσωπική ανωνυμία , όπως φαίνεται σε μια φωτογραφία ενός παράξενα άδειου καταυλισμού στην οποία ο Anderson (1961:10) έδωσε την εξής λεζάντα: “μια ‘ζούγκλα’… οι “bos” [στμ: από το “hobos”] κρύφτηκαν από την κάμερα”, καθώς και από ένα σημαντικό βαθμό οργάνωσης που ο Harry Kemp χαρακτηρίζει “ένα θαύμα συνεργασίας” (στο Kornbluh 1998: 67; δες και Anderson 1961: 21–5).

 

Αν οι ζούγκλες ήταν οι προσωρινοί καταυλισμοί, η “hobohemia” στο Σικάγο ήταν κομβικό σημείο για μακρύτερες παραμονές. Το Σικάγο, το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό κέντρο, ή “Big Chi”, ήταν η Μέκκα των hobo: “όλοι οι δρόμοι, καθώς φαίνεται, οδηγούσαν για τους hobos στο Σικάγο” (Bruns 1980: 162). Σύμφωνα με τον χάρτη του Anderson (1961), η hobohemia ήταν μια απομονωμένη γειτονιά του Σικάγο που διαιρούταν σε τέσσερα μέρη, γνωστά ως “main stem” (κύριος κλάδος), τα οποία ήταν γεμάτα “flop houses” (υπνωτήρια), φτηνά φαγάδικα και σαλούν.xviii Εδώ συνωστιζόταν ένας “πολύγλωσσος πληθυσμός” από κοντραμπατζήδες, βαποράκια, επαγγελματίες τζογαδόρους, πόρνες, μπεκρήδες, αγαπητικούς, σπιτωμένες, περιθωριακούς ποιητές, απλούς εργάτες που έψαχναν να διασκεδάσουν, μποέμ και άλλους (Anderson 1961: 5–9). Η περιγραφή του Anderson είναι ενδιαφέρουσα διότι αποδίδει το δυναμισμό της hobohemia. Αυτός ο δυναμισμός είχε διάφορες αιτίες, αλλά προέρχονταν κυρίως από το γεγονός ότι αποτελούσε κέντρο για τους hobo εργάτες. Αφενός, εξαιτίας των εργατών αυτών, κυκλοφορούσε περισσότερο χρήμα από ότι στις φτωχογειτονιές της ανατολικής ακτής. Αφετέρου, η διαρκής κυκλοφορία των hobo έφερνε ένα κοσμοπολίτικο αέρα. Έτσι, η hobohemia ήταν λειτουργική τόσο για το κεφάλαιο, ως αγορά εργασίας, ή μάλλον δουλοπάζαρο, όσο και για την συγκεκριμενοποίηση και αναπαραγωγή των διαφόρων στυλ hobo. Υπήρχαν βιβλιοπωλεία, όπως το “The Hobo” και το “The Proletariat”, το οποίο επίσης χρησίμευε και ως σταθερή ταχυδρομική διεύθυνση καθώς και αποθήκη αποσκευών για πολλούς hobo. Μετά το 1915, άνοιξαν εκεί τα κεντρικά γραφεία των IWW με πόρους από τις συνδρομές των πλανόδιων εργατών (Bruns 1980: 157). Η hobohemia ήταν ο τόπος που οι τέχνες του “να περνάς το χρόνο” και “να τα φέρνεις βόλτα” τελειοποιήθηκαν και επεκτάθηκαν. Οι δημόσιοι ρήτορες αγόρευαν συνέχεια. Αν και ο Anderson (1961: 219–20) περιγράφει τις ομιλίες τους ως “ένα παιχνίδι με περιορισμένο αριθμό πιονιών και περιορισμένο αριθμό κινήσεων” (σίγουρα επαναλάμβαναν συνεχώς θέματα και εκφράσεις όπως “ένα και μεγάλο συνδικάτο”, “η προσβολή προς ένα είναι προσβολή για όλους” και “αλληλεγγύη για πάντα”), ο πλούτος των εκφράσεων, των κόλπων και των θεμάτων (οικονομία, βιολογία, ψυχολογία, κοινωνιολογία, ταξικός πόλεμος, ελεύθερος έρωτας) που περιγράφει (216-19), καθώς και η δημοτικότητά τους, δείχνουν ξεκάθαρα πως υπήρχε αρκετή ποικιλία μέσα στην επανάληψη.

 

Η πορεία από ζούγκλα σε ζούγκλα και προς τη hobohemia καθοριζόταν από τους σιδηροδρόμους και το κίνητρο της πιθανής δουλειάς, κάποιας πολιτικής δράσης, ή απλώς την αλλαγή των εποχών. Οι hobos γυρνούσαν τη χώρα καβαλώντας λάθρα φορτηγά τρένα καθώς αυτά κινούνταν αργά στις παρυφές των πόλεων, είτε μέσα είτε κάτω από τα βαγόνια, στηριζόμενοι στις ράβδους έλξης. Αν και οι σιδηροδρομικοί εργάτες καμιά φορά τους βοηθούσαν, επρόκειτο συνήθως για μια δύσκολη και επικίνδυνη πρακτική διότι αντιμετώπιζαν όχι μόνο την αστυνομία των σιδηροδρόμων, αλλά και μπράβους που τους έκλεβαν ή τους πέταγαν από το τρένο για να “λαδώσουν τις γραμμές” (δες Murphy, στο Bird et al. 1987: 46). Σύμφωνα με τον Parker (1920: 121), ανάμεσα στο 1901 και το 1905, περίπου 23.964 λαθρεπιβάτες (κυρίως αλήτες ή hobo) σκοτώθηκαν στους σιδηροδρόμους και πάνω από 25.236 τραυματίστηκαν. Ωστόσο, το τρένο ήταν ο μόνος τρόπος μετακίνησης και οι IWW προσπάθησαν να αποτρέψουν τους κακοποιούς με “μονάδες κρούσης” οι οποίες, σε κάποιες περιπτώσεις χάραξαν τα αρχικά IWW στα πρόσωπα των κακοποιών που συνέλαβαν. Αν και η λαθραία μετακίνηση με τα τρένα συχνά παρουσιαζόταν σαν αναγκαίο κακό, που καλό θα ήταν να αποφευχθεί, ταυτόχρονα επικυρωνόταν συχνά με όρους “δρομομανίας” και “πόθου της περιπλάνησης” (wanderlust).xix Όπως και άλλες πλευρές της κουλτούρας των hobo, η σχέση τους με τα τρένα ήταν περίπλοκη και δεν προσέφερε ένα εύκολο τόπο για τη δημιουργία μιας ξεκάθαρης ταυτότητας. Ένας wobbly περιέγραφε την εμπειρία του λαθρεπιβάτη σαν τρόπο να γνωρίσει κανείς “το μεγαλείο και την ομορφιά της Δύσης” και συνεχίζει: “αυτό ήταν το αίσθημα που είχαμε όλοι. Πιστεύω πως είναι ένας από τους λόγους που μέναμε εν κινήσει” (Archie Green, στο Kornbluh 1998: 71). Ένας 19χρονος δήλωνε ότι “δεν ξέρει γιατί ταξιδεύει, παρά μόνο οτι το γουστάρει πολύ… Προσπάθησε κάμποσες φορές να κτασταλάξει κάπου, αλλά η μονοτονία τον έκανε νευρικό” (Anderson 1961: 83). Ο Ben Reitman, όμως, ο “hobo γιατρός” και παλιός εραστής της Emma Goldman, ίσως περιέγραψε ακριβέστερα την αμφισημία της σχέσης των hobo με τα τρένα, όταν διέγνωσε κωμικά στον εαυτό του την αγάπη της μετακίνησης ως “νευροπαθής τρέλα, φυγή, περιφερόμενος αυτοματισμός” (Bruns 1980: 171). Όπως το έθεσε ο Bruns στο ίδιο κείμενο, “ήταν το χόμπι του, το σπορ του και η αρρώστια του”.

 

 

Η τέχνη του “να τη βγάζεις”, hobo αργκό και ιερογλυφικά

 

Όπως περιγράφει ο Anderson (1961), οι hobo διέθεταν μια πληθώρα τεχνικών, μέσων, κόλπων για να “τη βγάζουν” και να “σκοτώνουν την ώρα” τους ενώ ταξίδευαν. Μάλιστα, πολλές από αυτές τις περιέγραφαν ειρωνικά ως “δουλειά”. Από τις κυριότερες ήταν η σύνθεση και η εκτέλεση τραγουδιών και ιστοριών, οι οποίες συχνά μετέδιδαν πρακτικές και πολιτικές πληροφορίες.xx Το “φυγή στην Καλιφόρνια”, για παράδειγμα, μια βιβλική αλληγορία, προέτρεπε σε δράση:

 

Κεφάλαιο 13…

      1. όπου έμενε άνδρας τις ονόματι Μπιλ, επονομαζόμενος Ψαλίδας, και βλέπων αυτόν να υποφέρει από πατριωτική λέπρα, του εχορηγήσαμεν Βιομηχανικό Συνδικαλισμό

      2. και είπομεν εις αυτόν: Πήγαινε στη σοδειά και δούλεψε για ένα δολάριο

      3. και όταν η σοδειά είναι ώριμη και ο Κύριός σου σε χρειάζεται

      4. απέργησε για δύο δολάρια, λέγοντας, Κύριε,

      5. ιδού ο καρπός σου πάει στο διάολο, δώσε μας δυο δολάρια γιατί μεγάλη θα είναι η καταστροφή σου (Metcalf, στο Kornbluh 1998: 75)

 

Η αργκό των hobo ήταν αναπόσπαστο μέρος της ικανότητάς τους να επιβιώνουν, ενώ ταυτόχρονα επεδείκνυε και μια ελάσσονα απεδαφοποίηση της γλώσσας (δες Deleuze και Guattari 1988: 102–5). Το γλωσσάρι του Irwin (1931), το οποίο συνέθεσε ο συγγραφέας μετά από 20 χρόνια αλητείας, είναι περίπου 180 σελίδες. Περιέχει όρους όπως “angel food” (τα κηρύγματα της ιεραποστολής), “cat” (νομάδας εργάτης, στις παρυφές των hobo και των “yegg” (εγκληματιών)), “carrying the banner” (δηλαδή το να περπατάς στους δρόμους όλη νύχτα για να μη σε συλλάβουν για αλητεία ή για να ζεσταθείς), “hep” (καλά πληροφορημένος), “pearl diver” (λαντζέρης), “snipe shooting” (συλλογή γόπας από το δρόμο). Η γλώσσα ήταν σε διαρκή μεταβολή και η συνεχής χρήση ενός όρου οδηγούσε σε παραλλαγές στο νόημα, υποδιαιρέσεις και περαιτέρω επινοήσεις όρων (Anderson 1961: 99). Έτσι, ο Irwin (1931: 14, 12) ισχυριζόταν ότι η καθομιλουμένη των hobo “αλλάζει αδιόρατα από εβδομάδα σε εβδομάδα” και “δεν μπορεί να γίνει κατανοητή παρά μόνο σε αυτούς που τη χειρίζονται συνέχεια”. Οι hobos όμως ανέπτυξαν και μια μορφή ιερογλυφικών, αν και όχι ευρέως διαδεδομένα. Κάποια σύμβολα αφήνονταν σε σημεία από τα οποία περνούσαν hobos, για να δείξουν πχ καλά μέρη για ζητιανιά (ένας σταυρός σε μια πύλη, ή παράλληλες γραμμές σε κάποιο σταθμό), εχθρικές πόλεις (δυο ημικύκλια με τελείες για μάτια), και εστιατόρια που πρόσφεραν φαγητό σε αντάλλαγμα για πλύσιμο των πιάτων (ένα πιάτο με πιρούνι και μαχαίρι) (για άλλες εικόνες δες Anderson 1961: 15; Bruns 1980: 32; Kornbluh 1998: 86).

 

 

Hobo/wobblies

 

Οι IWW έκαναν σοβαρές προσπάθειες να οργανώσουν τους hobo. Ενώ η συμμετοχή ήταν αρχικά μικρή, εκτοξεύτηκε μετά την ανάμειξή τους στην εξέγερση στις καλλιέργειες λυκίσκου στο Wheatland το 1913 (δες Parker 1920: 169–99). Ακόμα και στο ζενίθ της συμμετοχής, μόνο μια μειοψηφία hobo ανήκε στους IWW. Όμως ήταν σίγουρα μια από τις πιο δημοφιλείς οργανώσεις τους (δες Anderson 1961: κεφ. 16). Υπάρχουν όμως δυο λόγοι για τους οποίους δεν πρέπει να εξετάζουμε τη σχέση των IWW με τους hobo με όρους αριθμητικής συμμετοχής. Πρώτον, η σχέση ανάμεσα στην οργάνωση και την κουλτούρα των hobo ήταν λιγότερο σχέση ταυτότητας και περισσότερο σχέση ανάδρασης. Αν και η επαναστατική δραστηριότητα των wobblies έδινε νέες διαστάσεις στον τρόπο ζωής των hobo, πολλές πρακτικές των IWW σχηματίστηκαν μέσα από τις δομικές, ηθικές και πολιτισμικές εμπειρίες και πρακτικές των hobo. Όντως, ο Anderson (1961: 230–1) προτείνει πως “[οι IWW] ξεκίνησαν στον “κύριο κλάδο” (στο Σικάγο) και τράφηκαν από τους περιπλανώμενους εργάτες”. Κάποια παραδείγματα ίσως φωτίσουν περισσότερο το σημείο αυτό. Μια από τις πιο πετυχημένες ενώσεις wobbly η Οργάνωση Αγροτικών Εργατών (Agricultural Workers Organization), επινόησε ένα σύστημα στρατολόγησης – το σύστημα των “αντιπροσώπων στη δουλειά” – που βασιζόταν στις μεταναστευτικές πρακτικές. Μια ομάδα κινούμενων οργανωτών ξεκινούσε στις αρχές την άνοιξης από τα σύνορα του Μεξικού και κατέληγε τα τέλη του φθινοπώρου στον Καναδά, στρατολογώντας νέα μέλη, συλλέγοντας συνδρομές, πουλώντας βιβλία και μπροσούρες, διασπείροντας νέα και τακτικές και οργανώνοντας απεργίες και διαμαρτυρίες στην πορεία τους. Όπως περιγράφει ο Georgakas (στο Bird et al.1987: 8), “μια ολόκληρη τοπική οργάνωση μπορούσε να βγει από το καπέλο ή το σάκο ενός κινούμενου αντιπροσώπου”. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της απεργίας, ο Anderson (1961: 234) περιγράφει πως οι πιο πεπειραμένοι κινούμενοι αγκιτάτορες είχαν μια τακτική τριών “κυμάτων”: ο πρώτος, ο “επίσημος αγκιτάτορας” έφτανε στο χώρο εργασίας και απλώς “κόρωνε τις φλόγες της δυσαρέσκειας”, χωρίς να προσπαθεί να οργανώσει. Ο δεύτερος, ο “πιονέρος οργατωτής” έβαζε μπρος το στήσιμο μιας τοπικής οργάνωσης προτού απολυθεί. Ο τρίτος, ο “πραγματικός οργανωτής”, δούλευε πιο διακριτικά, οργανώνοντας με κάθε λεπτομέρεια, και χωρίς το αφεντικό να τον πάρει χαμπάρι προτού ανακοινωθούν τα αιτήματα των εργατών. Οι μόνιμες πρακτικές και τέχνες της ρητορείας στις γωνίες των δρόμων και της δημιουργίας τραγουδιών επίσης είχαν τις ρίζες τους στους hobo, ενώ εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στους IWW όταν ο J.H. Walsh οργάνωσε μια πλανόδια μπάντα wobblies, που ονομάστηκε “Overalls Brigade” (Η Ταξιαρχία με τις Εργατικές Φόρμες). Η μπάντα αυτή, με μαύρα πουκάμισα, τζιν φόρμες και κόκκινα φουλάρια περιόδευε στις βορειοδυτικές πολιτείες, παρωδώντας τραγούδια του Στρατού της Σωτηρίας και λαϊκά σουξέ ώστε να τραβήξουν εργάτες σε συναντήσεις που γινόταν στο δρόμο. Τα τραγούδια τυπώνονταν σε κάρτες που χώραγαν στην τσέπη και πουλιόταν για 10 σεντς. Γύρω στο 1909, η πρακτική επεκτάθηκε για να προκύψει το πρώτο wobbly “μικρό κόκκινο βιβλίο τραγουδιών”.

 

Δεύτερον, αν και υπάρχουν αναφορές σε wobblies που υποχρέωναν τους hobo να γραφτούν μέλη (διότι η κόκκινη κάρτα των IWW τους έδινε τη δυνατότητα να μπαίνουν στις ζούγκλες και να καβαλάνε κάποια τρένα – αν και επίσημα αυτό δεν ήταν αρεστό), και αν και οι συνδρομές ήταν σημαντικές για την οργάνωση, η συμμετοχή στους wobblies ήταν μάλλον χαλαρή και κυμαινόμενη, ανάλογα με συγκεκριμένα γεγονότα και καταστάσεις. Οι hobo μπορεί να έμπαιναν στην οργάνωση σε περιόδους ή περιοχές με αυξημένη ριζοσπαστικότητα και να ξεχνάνε τις συνδρομές τους και τη συμμετοχή σε άλλους καιρούς. Όντως, οι συνδρομές ποτέ δε συσσωρεύονταν, αλλά αναδύονταν ως στιγμιαίο ταμείο απεργιών. Έτσι, αν και οι IWW είχαν αρκετούς πυρήνες στρατευμένων, ως μαζικό κίνημα ήταν λιγότερο ένα σταθερό σώμα και περισσότερο μια σειρά έντονων “φουσκωμάτων” από το πεδίο της εργατικής τάξης, κατά τα οποία τα άτομα αποκαλούσαν ή δεν αποκαλούσαν τον εαυτό τους wobbly, ή συνέχιζαν να είναι μέλη. Ο Parker (1961: 115) γράφει:

Στην ιστορία των αμερικανών εργατών δεν υπήρξε άλλη οργάνωση που να παρουσίαζε τέτοιες αυξομοιώσεις σε μέλη και δύναμη. Πολλές φορές ήρθε στο σημείο να ετοιμάζεται να πάει μαζί με τους “Ιππότες της Εργασίας” στο νεκροταφείο των κινημάτων της εργατικής τάξης. Αλλά έφτανε μια απεργία για να την ξαναφέρει στο προσκήνιο.

 

Αυτή η αίσθηση του “φουσκώματος” ενός μάλλον ανώνυμου ή ακόμα και μυστήριου κινήματος, χαρακτήριζε τη δημόσια εικόνα της οργάνωσης. Ένας γερουσιαστής, για παράδειγμα, θρηνούσε οτι:

δεν μπορείς να καταστρέψεις την οργάνωση αυτή… Είναι κάτι άπιαστο. Δεν το αγγίζεις. Δεν ξέρεις που είναι. Δεν υπάρχει στα χαρτιά. Δεν υπάρχει πουθενά. Είναι μια απλή συνεννόηση ανάμεσα σε ανθρώπους που δρουν με βάση αυτή χωρίς να αφήνουν κανένα στοιχείο της ύπαρξής της (στο Kornbluh 1998: 255)

 

 

Σαμποτάζ

 

Αν η ανάμειξη των IWW στη “διαφορά” της δουλειάς σημαδεύτηκε από τη συνεχή αγκιτάτσια η οποία τους προφύλαξε από μια επιστροφή στην ταυτότητα της εργασίας, η κεντρική πολιτική τακτική των wobblies ήταν το σαμποτάζ. Ο κοινός τόπος είναι ότι η λέξη σαμποτάζ προέρχεται από τους Γάλλους εργάτες που πέταγαν τα σαμπό (ξύλινα τσόκαρα) τους μέσα στα γρανάζια της μηχανής για να τη σταματήσουν. Αυτό όμως δεν είναι και τόσο ακριβές. Ο Emile Pouget, που πρώτος εισήγαγε τον όρο στο συνδικαλιστικό κίνημα στο συνέδριο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών (CGT) στην Τουλούζη, αποδίδει την καταγωγή της στην γαλλική έκφραση “travail éxecuté comme à coups de sabots”, δηλαδή “δουλειά που γίνεται τσαπατσούλικα, σαν με χτυπήματα από σαμπό”, ή “σα να φοράς σαμπό” (Pouget 1977: 3; 1913: 37). Αυτή η πρακτική με τη σειρά της προήλθε από την παλιά Σκωτσέζικη πρακτική του “go cannie” ή “πηγαίνω με το πάσο μου”.xxi Ο όρος έκανε την πρώτη του εμφάνιση στις εκδόσεις των wobblies στο περιοδικό Solidarity (4 Ιουνίου 1910) στο πλαίσιο της αλληλεγγύης για μια απεργία. Ανάμεσα στο 1914 και το 1918, προωθήθηκε ανοιχτά από τους IWW, αλλά η πρακτική σίγουρα εκτείνεται πριν και μετά τις ημερομηνίες αυτές, με λιγότερο επίσημους τρόπους. Πιθανότατα οι IWW να σταμάτησαν να καλούν σε σαμποτάζ διότι φοβήθηκαν τις διώξεις. Τα σύμβολα του σαμποτάζ, η μαύρη γάτα και το σαμπό, εμφανίζονται από δω και από κει στα γραπτά, τα τραγούδια, τις γελοιογραφίες και τα αυτοκόλλητα, με διάφορους τρόπους. Πρέπει λοιπόν να καθορίσουμε τη μορφή του σαμποτάζ με τεχνικούς όρους.

 

 

Πέρα από την Απεργία

 

Το σαμποτάζ γίνεται καλύτερα κατανοητό ως επίταση της απεργίας. Πρόκειται περισσότερο για μια έκφανση του πνεύματος της απεργίας, δηλαδή των αποτελεσμάτων που θέλει να πετύχει, παρά της δια-ιστορικής δομής της. “Από όλα τα επαναστατικά μέσα”, έγραφε ο Pouget στην έκθεσή του προς τη CGT για το μποϋκοτάζ και το σαμποτάζ, “έχουμε βρει και εφαρμόσει μόνο αυτό της απεργίας προς το παρόν. Η μόνη μορφή αγώνα στην οποία καταφεύγουμε είναι η απεργία” (1913: 49). Η απεργία ήταν μια παλιά τακτική. Οι Linebaugh και Rediker (1990: 240) τη χρονολογούν πίσω στο 1768, όταν ναύτες στα λονδρέζικα λιμάνια κατέβασαν συλλογικά τα πανιά των πλοίων για να σταματήσουν τις συναλλαγές. Στα πλαίσια της οργάνωσης των τεχνιτών, η απεργία λειτούργησε διασπαστικά. Η παλίρροια και η άμπωτη των συνδικάτων των τεχνιτών που απεργούσαν, μετά επέστρεφαν στη δουλειά, δεχόταν τις αποφάσεις των διευθυντών του συνδικάτου και τέλος υπέγραφαν συμβάσεις με τα αφεντικά που περιείχαν δεσμευτικούς όρους, ήταν τέτοια που η απεργία έγινε μέρος της παραγωγής ταυτότητας των τεχνιτών μέσα και γύρω από τη δουλειά και όχι μέσο ξεπεράσματος της δουλειάς. Η απεργία κάποιες φορές ήταν καταστρεπτική για τη ριζοσπαστική ενέργεια. Ο Trautmann για παράδειγμα θυμάται πως “μια τρομερή απεργιακή επιδημία κάποια χρόνια πριν, διαμάχες που εξέφραζαν μια γενική δυσαρέσκεια που έβρισκε διέξοδο σε σφοδρές εκρήξεις” τελικά τελείωσε “σε μια θλιβερή εξάντληση της ζωτικότητάς της” (στο Kornbluh 1998: 18).

 

Ενάντια στην τάση της απεργίας να διογκώνει την ταυτότητα των τεχνιτών, το σαμποτάζ ταίριαζε πιο καλά στην έννοια των IWW περί εργατικών “διαφορών”. Όμως, δεν επρόκειτο για μιά λουδίτικη πρακτική απόλυτης καταστροφής. Αντίθετα, (ακολουθώ εδώ και τον ορισμό του Gurley Flynn (1993) για το σαμποτάζ ως “εσκεμμένη απόσυρση της αποδοτικότητας του εργάτη”) πάντοτε παρουσιαζόταν ως ευέλικτη και ανανεωτική, λεπτομερής και έντεχνη εμπλοκή με τις ιδιαιτερότητες της δουλειάς (δες και Pouget 1913: 32–3), ως μέρος της διαρκούς προπαγάνδας των IWW για “λιγότερες ώρες, καλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας”. Ο Joe Hill για παράδειγμα, πρότεινε πως:

 

Η απεργία “πάνω στη δουλειά” είναι επιστήμη και πρέπει να διδαχθεί ως τέτοια. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εξ’ αιτίας των αναρίθμητων δυνατοτήτων της. Αναπτύσει την οξύνοια και την επινοητικότητα της εργατικής τάξης και είναι το μόνο αντίδοτο στο διάσημο “σύστημα Τέηλορ” (στο Kornbluh 1998: 142–3).

 

Υπάρχουν αμέτρητες μαρτυρίες για την αποτελεσματικότητα της πρακτικής αυτής, που επέτρεπε στους εργάτες να συνεχίσουν να πληρώνονται, να αποφύγουν τις απολύσεις και τις συγκρούσεις με την αστυνομία (η οποία δεν το είχε σε τίποτα να στρέψει τα όπλα της εναντίον τους), να διατηρήσουν την ανωνυμία τους και παρόλα αυτά να προκαλέσουν σημαντική αναταραχή στους εργοδότες τους, αναγκάζοντάς τους να ικανοποιήσουν τα αιτήματά τους. Ο Joe Hill έδινε αυτές τις συμβουλές:

 

Ο καλύτερος τρόπος να απεργήσει κανείς είναι πάνω στη δουλειά. Πρώτα παρουσιάστε τα αιτήματά σας στο αφεντικό. Αν αρνηθεί, μην αποχωρήσετε και δώσετε έτσι την ευκαιρία στους απεργοσπάστες να πάρουν τη θέση σας. Όχι. Απλώς πηγαίνετε πίσω στη δουλειά σαν να μην τρέχει τίποτα και δοκιμάστε αυτή τη νέα μέθοδο πολέμου. (στο Kornbluh 1998: 142).

 

 

Ανωνυμία και Πολλαπλασιασμός

 

Από αυτή τη βασική αρχή προκύπτουν κάποια χαρακτηριστικά. Πρώτα απ’ όλα το σαμποτάζ ήταν μια ανώνυμη πρακτική. Η απεργία ήταν μια μορφή ηρωικής πράξης που σχημάτιζε ταυτότητες, ενώ το σαμποτάζ ήταν μια μέθοδος που υιοθετήθηκε προσεκτικά και επιλεκτικά από επαναστάτες των IWW σε όλο το πεδίο της εργασίας και τους επέτρεψε να μείνουν ανώνυμοι και άγνωστοι.xxii Ως μέθοδος, εξέφραζε την ελάσσονα συγγραφική σύνθεση του κινήματος, πολλαπλασιάζοντας τα αποτελέσματά του και την έντασή του χωρίς να προάγει την εξατομίκευση της συγγραφής. Με τον ρομαντικό του τρόπο, ο Pouget (1913: 36,73) έγραφε πως το σαμποτάζ “είναι παντού παρών και παντού ανίκητο”. “Δεν υπάρχουν ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του. Ούτε το κλόμπ του μπάτσου, ούτε τα όπλα του στρατού, ούτε οι μπάρες της φυλακής. Δεν υποτάσσεται με την πείνα. Δεν μπορεί να απολυθεί. Δεν μπαίνει στη μαύρη λίστα.” Είναι “χειρότερο και από επιδημία”. Η μαύρη γάτα ήταν ήδη “ένα παλιό σύμβολο για κακοήθεις και δόλιους σκοπούς, κακές πράξεις, κακή τύχη και μαγεία” (Green, στο Kornbluh 1998: 59). Κάνοντας χρήση αυτής της λαϊκής δεισιδαιμονίας, οι wobblies συχνά την περιέγραφαν ως μια μυστικιστική και ανώνυμη αφηρημένη δύναμη. Ένα ποίημα, για παράδειγμα, λέει τα εξής: “καλύτερα να μη ρίξουν τους wobblies στη φυλακή/ και να αφήσουν το γατί ελεύθερο” (στο Kornbluh 1998: 61). Το σαμποτάζ ήταν η τακτική μιας μη ταυτοποιημένης συλλογικότητας, και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι κανένας wobbly δεν είχε κατηγορηθεί ποτέ για σαμποτάζ.

 

Πέρα από την ανωνυμία, το σαμποτάζ προσέφερε την ευκαιρία για τον πολλαπλασιασμό των στυλ. Εφόσον τα επιμέρους ζητήματα καθορίζονται από ατομικές συνθήκες και γνώσεις, ο Pouget (1913: 101) ισχυριζόταν ότι οι πιθανές μορφές είναι άπειρες σαν “ένα ατέλειωτο κομποσκοίνι”. Μια παραλλαγή του σαμποτάζ, το να ακολουθεί κανείς κατά γράμμα τους κανόνες, δείχνει πόσο περίπλοκη μπορεί να γίνει αυτή η πρακτική. Είναι σαφές ότι ο χρόνος που απαιτείται για να εφαρμόσει κανείς τους κανόνες ασφαλείας δεν συμβαδίζει με τον προγραμματισμό της παραγωγής. Το “βιβλίο κανονισμών” υπάρχει απλώς για να ρίχνει την ευθύνη σε κάποιο εργαζόμενο, αντί στο αφεντικό ή στην ίδια τη διαδικασία παραγωγής, σε περίπτωση ατυχήματος. Η εσκεμμένη και λεπτομερειακή τήρηση του βιβλίου κανονισμών λειτουργεί έτσι ως τροχοπέδη της παραγωγής, χρησιμοποιώντας μάλιστα τους περιορισμούς της ίδιας της εργοδοσίας ενάντια στο καθεστώς της συγκεκριμένης εργασίας (δες και Gurley Flynn 1993: 20–2). Σε ένα άλλο παράδειγμα, ο Pouget (1913: 99) αφηγείται πως μια ομάδα απεργών σε ένα εργαστήριο γούνας μίκρυναν το μέγεθος των ρούχων που παρήγαγαν κατά ένα τρίτο όσο βρίσκονταν σε απεργία. Τα ρούχα έγιναν άχρηστα, αλλά μπορούσαν εύκολα να προσαρμοστούν όταν επέστρεφαν μετά την απεργία. Ο Gurley Flynn (1993) μάλιστα ισχυρίζεται ότι ακόμα και ο οικογενειακός προγραμματισμός σε εργατικές οικογένειες ήταν στο πνεύμα του σαμποτάζ, διότι “περιόριζε την προσφορά εργατικών χεριών”. Όντως, όπως αποδεικνύει ο Tax (1980), η ταξική αναπαραγωγική και σεξουαλική πολιτική ήταν κεντρική στην δραστηριότητα των φεμινιστριών wobbly, την εποχή μάλιστα που ο πιο “επίσημος” φεμινισμός απέρριπτε τα ζητήματα αυτά υπέρ της δράσης για τη γυναικεία ψήφο.

 

Συμπέρασμα

 

Η εκδοχή της Διεθνούς που τραγούδαγαν οι IWW, αφού καλούσε “της γής τους κολασμένους” να φέρουν το νέο κόσμο, κηρύσσει τα εξής: “ως τώρα είμαστε το τίποτα, τώρα θα γίνουμε τα πάντα” (IWW 1989: 6). Το άρθρο αυτό διερεύνησε τη φύση αυτού του “τίποτα”. Ισχυρίστηκα πως στο μέσο των κοινωνικών σχέσεων της εργασίας και τις ταυτότητες που αναπαρήγαγαν τα σωματεία τεχνιτών, αυτές του μετανάστη, του Αμερικάνου, του λαού, οι wobblies συνέθεσαν μια ταυτόχρονα διάχυτη και στριμωγμένη “εργατική τάξη”. Το πεδίο της τάξης χρησίμευσε ώστε να σχηματιστούν σχέσεις κατά μήκος των μειονοτικών ταυτοτήτων των γυναικών, των hobo, των μαύρων απόγονων σκλάβων και των μεταναστών. Χρησίμευσε έτσι στο ξεπέρασμα της δουλειάς και των ταυτοτήτων που αυτή δημιουργεί, ενώ την ίδια στιγμή λειτούργησε πάνω στην αρχή ότι “ο λαός απουσιάζει”, με μια “εθελούσια φτώχεια” που αποσοβούσε τις ταυτότητες και ωθούσε σε συνεχή δράση και επινόηση. Κάθε μειονοτική εμπειρία και έγνοια – είτε αυτή της περιπλάνησης, είτε του ρατσισμού, είτε το πρόβλημα του ελέγχου της αναπαραγωγής – σημάδευε μια νέα θέση πολιτικής και πολιτιστικής παρέμβασης και δημιουργίας. Αλλά, στριμωγμένη και διαπερασμένη από κοινωνικές σχέσεις, κάθε τέτοια θέση σύνθεσης θα αναπτυσσόταν μόνο μέσα από τις σχέσεις της με άλλες μειονότητες στην τάξη, ως μέρος της προπαγάνδας για “λιγότερες ώρες, περισσότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες” και προς την “κατάργηση του συστήματος μισθών”. Καθώς ο hobo, ένα παράξενο αμάλγαμα εργάτη και περιθωριακού, εμφανιζόταν ως παραδειγματική περίπτωση μειονοτικής σύνθεσης εμμενής στην αντίληψη των IWW περί κοινωνικής τάξης, το σαμποτάζ αποδεικνυόταν η κινητήριος δύναμη του συνεχούς αγώνα και της επινόησης μέσα και ενάντια στην εργασία.

 

Καταλήγω επιστρέφοντας στο θεωρητικό επιχείρημα του άρθρου, ότι οι IWW παρουσίασαν ένα διαφορετικό μοντέλο τάξης από αυτό του ορθόδοξου Μαρξισμού και τις κυρίαρχες αφηγήσεις της θεωρίας των νέων κοινωνικών κινημάτων. Αν και δεν ήταν ποτέ συνεκτική και συγκροτημένη κοινωνική ομάδα, η αντίληψη περί τάξης των IWW στηρίχτηκε σε διαδικασίες πολιτικής σύνθεσης, στις οποίες, όπως το θέτουν οι Ντελέζ και Γκουαταρί (1983: 255), το ερώτημα της εργατικής τάξης “ανήκει πρώτα απ’ όλα στην πράξη”. Είτε ο ισχυρισμός του Pakulski (1995: 76) ότι “οι ταξικοί διαχωρισμοί δύουν και η πολιτική συνάφεια της τάξης γενικά παρακμάζει” αληθεύει είτε όχι, ελπίζω οτι έδειξα πως θα λαθεύαμε αν αντιμετωπίζαμε τα νέα κοινωνικά κινήματα ως τους μόνους υποστηρικτές μιας πολιτικής της διαφοράς και της ποικιλίας – ή ακόμα, όπως είπε ο Pakulski, να αντιμετωπίζουμε τα “ταξικά ζητήματα” ως προσδεδεμένα με λογικά οικονομικά θέματα και ως ανίκανα να παρουσιάσουν μια ελαφρότητα και μια ποικιλομορφία. Πράγματι, οι wobblies ίσως θα μας προτρέψουν να σκεφτούμε πώς οι ταξικές πολιτικές και η ενασχόληση με τις σχέσεις παραγωγής μπορούν να λειτουργήσουν με ένα πιο επινοητικό πολιτιστικά, πιο εναρμονισμένο με τις μειονότητες και πολιτικά προκλητικό τρόπο από αυτές που απορρίπτουν με ευκολία το ερώτημα του κεφαλαίου.

 

 

 

Παραπομπές

 

Anderson, N. (1961) [1923] The Hobo: The Sociology of the Homeless Man, Chicago: University of Chicago Press/Phoenix.

 

Anderson, N. (1975) The American Hobo: An Autobiography, Leiden: E. J. Brill.

 

Balibar, E. (1991) ‘From Class Struggle to Classless Struggle?’, in E. Balibar and I. Wallerstein Race, Nation, Class: Ambiguous Identities, London: Verso.

 

Beasts of Burden: Capitalism–Animals–Communism (1999) London: Antagonism Press.

 

Bird, S., Georgakas, D. and Shaffer, D. (1987) Solidarity Forever: The IWW—An Oral History of the Wobblies, London: Lawrence & Wishart.

 

Bologna, S. (1972) ‘Class Composition and Theory of the Party’, trans. B. Ramirez, Telos, 13: 4–27.

 

Bruns, R.A. (1980) Knights of the Road: A Hobo History, New York: Methuen.

 

Conlin, J. R. (1969) Bread and Roses Too: Studies of the Wobblies, Westport, CT: Greenwood.

 

Dauve´, G. (1997) ‘Capitalism and Communism’, in G. Dauve´ and F. Martin The Eclipse and Re-emergence of the Communist Movement, revised edition, London: Antagonism Press.

 

Deleuze, G. (1989) Cinema 2: The Time-image, trans. H. Tomlinson and R. Galeta, London: Athlone.

 

Deleuze, G. (1995) Negotiations 1972–1990, trans. M. Joughin, New York: Columbia University Press.

 

Deleuze, G. and Guattari, F. (1983) Anti-Oedipus: Capitalism and Schizophrenia Volume 1, trans. R. Hurley, M. Seem and H. R. Lane, London: Athlone.

 

Deleuze, G. and Guattari, F. (1998) Κάφκα. Για Μια Ελάσσονα Λογοτεχνία. Αθήνα: Καστανιώτης.

 

Deleuze, G. and Guattari, F. (1988) A Thousand Plateaus: Capitalism and Schizophrenia Volume 2, London: Athlone.

 

Draper, T. (1957) The Roots of American Communism, New York: Viking.

 

Feied, F. (1964) No Pie in the Sky: The Hobo as American Cultural Hero in the Works of Jack London, John Dos Passos, and Jack Kerouac, New York: Citadel.

 

Foner, P. S. (1976) Organized Labor and the Black Worker 1619–1973, New York: International.

 

Gurley Flynn, E. (1993) [1915] Sabotage: The Conscious Withdrawal of the Worker’s Efficiency, London: Pentagon b Press.

 

Hammett, D. (1982) The Four Great Novels, London: Picador.

 

Industrial Workers of the World (IWW) (1972) Preamble and Constitution of the Industrial Workers of the World, Ithaca, NY: Glad Day Press.

 

Industrial Workers of the World (IWW) (1989) [1923] I.W.W. Songs to Fan the Flames of Discontent, facsimile reprint of the 19th edition, Chicago: Charles H. Kerr.

 

Irwin, G. (1931) American Tramp and Underworld Slang, London: Scholartis Press.

 

Kafka, F. (1999) The Diaries of Franz Kafka, 1910–23, ed. M. Brod, London: Vintage.

 

Kornbluh, J. L. (ed.) (1998) Rebel Voices: An IWW Anthology, Chicago: Charles H. Kerr. [This is a 447-page A4 anthology edited by a member of the IWW.]

 

Lenin, V. I. (1965) ‘Left-wing’ Communism, An Infantile Disorder, Beijing: Foreign Languages Press.

 

Lewis, O. F. (1907) ‘The Vagrant and the Railroad’, North American Review, 185: 603–13.

 

Linebaugh, P. and Rediker, M. (1990) ‘The Many-headed Hydra: Sailors, Slaves, and the Atlantic Working Class in the Eighteenth Century’, Journal of Historical Sociology, 3(3): 225–52.

 

London, J. (1907) ‘Hoboes that Pass in the Night’, Cosmopolitan, 44: 190–7.

 

Lyotard, J.-F. (1988) The Differend: Phrases in Dispute, trans. G. Van Den Abbeele, Manchester: Manchester University Press.

 

Marx, K. (1973) Surveys from Exile, trans. B. Fowkes, ed. D. Fernbach, Harmondsworth: Penguin.

 

Marx, K. (1976) Capital: A Critical Analysis of Capitalist Production, Vol. 1, trans. B. Fowkes, Harmondsworth: Penguin.

 

McGuckin, H. E. (1987) Memoirs of a Wobbly, Chicago: Charles H. Kerr.

 

Milburn, G. (ed.) (1930) The Hobo’s Hornbook: A Repertory for a Gutter Jongleur, New York: Ives Washburn.

 

Pakulski, J. (1993) ‘The Dying of Class or Marxist Class Theory?’, International Sociology, 8(3): 279–92.

 

Pakulski, J. (1995) ‘Social Movements and Class: The Decline of the Marxist Paradigm’, in L. Maheu (ed.) Social Movements and Social Classes: The Future of Collective Action, London: Sage.

 

Parker, C. H. (1920) The Casual Laborer and Other Essays, New York: Harcourt, Brace & Howe.

 

Pouget, E. (1913) Sabotage, trans. A. M. Giovannitti, Chicago: Charles H. Kerr.

 

Pouget, E. (1977) Le Sabotage, Editions La Cheville Ouvrie`re.

 

Preston, W. (1963) Aliens and Dissenters: Federal Suppression of Radicals 1903–1933, Cambridge, MA: Harvard University Press.

 

Ramirez, B. (1978) When Workers Fight: The Politics of Industrial Relations in the Progressive Era, 1898–1916, London: Greenwood.

 

Reitman, B. (2002) [1937] Sister of the Road: The Autobiography of Boxcar Bertha, London: AK Press/Nabat.

 

Speek, P. A. (1917) ‘The Psychology of Floating Workers’, Annals of the American Academy of Political and Social Science, 69: 72–8.

 

Tax, M. (1980) The Rising of the Women: Feminist Solidarity and Class Conflict, 1880–1917, London: Monthly Review.

 

The Wobblies (1979) directed and produced by S. Bird and D. Shaffer, New York: First-run Features.

 

Thoburn, N. (2001) ‘Autonomous Production? On Negri’s “New Synthesis” ’, Theory, Culture & Society, 18(5): 75–96.

 

Thoburn, N. (2002) ‘Difference in Marx: The Lumpenproletariat and the Proletarian Unnamable’, Economy and Society, 31(3): 434–60.

 

Thoburn, N. (2003) Deleuze, Marx and Politics, London: Routledge.

 

Urry, J. (1995) ‘Rethinking Class’, in L. Maheu (ed.) Social Movements and Social Classes: The Future of Collective Action, London: Sage.

 

Virilio, P. (1986) Speed and Politics: An Essay on Dromology, trans. M. Polizzotti, New York: Semiotext(e).

 

Weiner, L. (1984) ‘Sisters of the Road: Women Transients and Tramps’, in E. H. Monkkonen (ed.) Walking to Work: Tramps in America, 1790–1935, London: University of Nebraska Press.

 

 

iΠρόκειται για ολόκληρο το κείμενο από τα “προλεγόμενα” (preamble) του 1908, το οποίο χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα. Περικλείει κάποιες σημαντικές προσθήκες στην εκδοχή του 1905, μετά το σχίσμα με τον Daniel De Leon αφού αυτός συνηγόρησε υπέρ του “πολιτικού” (εκλογικού) αγώνα.

iiΌπως ισχυρίστηκα αλλού, και ενάντια στον ορθόδοξο μαρξισμό, αυτή είναι η ουσία της αντίληψης του Μαρξ περί προλεταριάτου. Όπως το έθεσε ο Gilles Dauvé (1997: 31), “το προλεταριάτο δεν είναι η εργατική τάξη”, ως απτή κοινωνική οντότητα, “αλλά η τάξη της κριτικής της εργασίας” και των ταυτοτήτων της (δες και Thoburn 2002).

iiiΓια περαιτέρω συζήτηση της αντίληψης του Μαρξ περί “πραγματικής υποταγής” της εργασίας στο κεφάλαιο δες Thoburn (2001).

ivΔίνοντας ένα παράδειγμα, ο Ramirez (1978: 196) καταγράφει το φόβο κάποιων εργοδοτών της εποχής ότι το κενό στην αντιπροσώπευση που θα δημιουργούσε η AFL θα μπορούσε να γεμίσει από τους IWW. Ο πρωτεργάτης των συλλογικών διαπραγματεύσεων Ralph Easley έγραψε πως “αν οι μεταλλεργάτες δεν οργανωθούν στην American Federation of Labor, μια οργάνωση που αντιπροσωπεύει τους Αμερικάνικους Θεσμούς, θα οργανωθούν αργά ή γρήγορα στους Industrial Workers of the World”. Η Gertrude Beeks με παρόμοιο τρόπο ισχυρίστηκε οτι η AFL “είναι η πιο ισχυρή δύναμη της χώρας στη μάχη ενάντια στο σοσιαλισμό και τους IWW”.

vO Haywood τόνισε το σημείο αυτό στο ιδρυτικό συνέδριο: “Δεν εννοώ οτι η οργάνωση αυτή θα βελτιώσει τις συνθήκες των ειδικευμένων εργατών, αλλά εννοώ οτι θα πάμε στη μεγάλη μάζα των εργατών και θα τους φέρουμε σε ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης. Δεν δίνω δεκάρα αν οι ειδικευμένοι τεχνίτες γίνουν μέλη του κινήματος αυτή τη στιγμή. Όταν οργανώσουμε τον ανειδίκευτο και μη-συνδικαλισμένο εργάτη, ο ειδικευμένος τεχνίτης θα έρθει από ανάγκη για την προστασία του. Όσο και αν σας φαίνεται παράξενο, ο ειδικευμένος εργάτης σήμερα εκμεταλλεύεται αυτούς που βρίσκονται πιο κάτω από αυτόν, τους ανειδίκευτους εργάτες, όσο και ο καπιταλιστής” (στο Ramirez 1978: 200).

viΑυτή η περιγραφή πρέπει να διαβαστεί ως ενδεικτική της διαφοράς ανάμεσα στους IWW και άλλα κινήματα, που δείχνει τουλάχιστον τις πολιτικές διαθέσεις τους, και όχι ως ξεπέρασμα κάθε κοινωνικής διάκρισης. Ο Tax (1980) αναλύει κριτικά τη θέση των γυναικών στους IWW και δείχνει τόσο τις προοδευτικές όσο και τις αντιδραστικές πλευρές τους περιγράφοντας με συναρπαστική λεπτομέρεια τις μορφές οργάνωσης των γυναικών στους IWW, καθώς και τις σχέσεις τους με το ευρύτερο φεμινιστικό κίνημα και τις ρήξεις τους με τους πιο αντιδραστικούς άνδρες wobblies. O Tax ισχυρίζεται οτι η σημαντικότερη προσφορά των IWW, πέρα από την οργάνωση ριζοσπαστικών δραστηριοτήτων ανάμεσα στις γυναίκες, ήταν η σύνδεση του χώρου εργασίας με την κοινότητα καθώς και η ενσωμάτωση του αιτήματος και της πρακτικής της αναπαραγωγικής ελευθερίας στην ταξική πάλη εν γένει. Ο Tax εντοπίζει τις προβληματικές πλευρές των πολιτικών του φύλου των IWW στον “οικονομισμό” τους. Το επιχείρημα αυτό δεν εκπλήσσει και τόσο, δεδομένου οτι ο οικονομίστικος εργατισμός ήταν ιστορικά αποτελεσματικότατος στο να περιθωριοποιεί τις γυναίκες. Όμως, όπως θα δείξω παρακάτω, νομίζω οτι σε αυτή την περίπτωση είναι ανεπαρκής βάση για κριτική, διότι ακριβώς η έμφαση των IWW στην τάξη ευθυνόταν για την πρωτοτυπία και την τόσο ευρεία απήχησή τους. Η ανεπάρκεια αυτή είναι εμφανής και στο έργο του Tax. Λέει για παράδειγμα: “Ο οικονομισμός αυτός… ήταν μια σοβαρή αδυναμία των IWW. Παρόλα αυτά, κατάφεραν να απευθυνθούν με εξαιρετικά ευαίσθητο τρόπο στις γυναίκες” (127).

viiΈνα παράδειγμα μπορεί να δείξει τα άκρα του ρατσισμού στο χώρο αυτό. Το 1910 ο δεύτερος στην ιεραρχία της Αδελφότητας Μηχανοδηγών εξήγησε το γιατί εγκατέλειψαν τις προσπάθειες οργάνωσης στην Κούβα κάπως έτσι με τις λέξεις : “δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τον αράπη από το λευκό. Η αντίληψή μας περί χρώματος δεν ήταν τόσο ευαίσθητη ώστε να μπορεί να κάνει διάκριση. Δε νομίζω οτι η κατάσταση θα διορθωθεί σε ένα χρόνο ή σε δέκα χρόνια ή σε εκατό, εκτός αν εγκατασταθεί στην Κούβα μια νέα φυλή και ξεφορτωθούμε την παλιά… Ελπίζω να μην έρθει ποτέ η στιγμή που αυτή η οργάνωση θα ενώσει τα χέρια με το νέγρο ή με ένα άνθρωπο με ένα μέρος νέγρου μέσα του” (Στο Foner 1976: 107).

viiiΌπως γράφει ο Georgakas (στο Bird et al. 1987: 5): “Όλες οι γυναίκες, όλοι οι εργάτες κάτω από τα εικοσιένα και όλοι οι μη ενσωματωμένοι ξένοι εργάτες – η συντριπτική πλειοψηφία της εργαζόμενης Αμερικής – ήταν χωρίς νομικά δικαιώματα. Σε εκείνες τις περιοχές των ΗΠΑ που η εργασία των μαύρων ήταν κυρίαρχη, η παρενόχληση και οι ανοιχτές απειλές απέτρεπαν πολλούς μαύρους από το να ψηφίσουν. Άλλες μεγάλες ομάδες εργατών – ναύτες, περιπλανώμενοι, ξυλοκόποι – δεν μπορούσαν να είναι γραμμένοι σε συγκεκριμένους εκλογικούς καταλόγους”.

ixΑυτό οδήγησε σε μια πρώιμη ρήξη με το μπολσεβικισμό. Ενώ οι IWW είχαν αρχικά ενθουσιαστεί από τη Ρώσικη επανάσταση και ήταν ο αρχικός πυρήνας της τρίτης διεθνούς για τη δημιουργία του Αμερικάνικου Κομμουνιστικού Κόμματος (Draper 1957: 150, 242–3), ήδη το 1920 Lenin (1965: 46) καταδίκαζε τους IWW μαζί με τους αριστεριστές για τη “παιδική” τους άρνηση να δουλέψουν μέσα στις ορθόδοξες ενώσεις και το κοινοβουλευτικό σύστημα. Μια υποσημείωση του επιμελητή της έκδοσης του Πεκίνου του έργου του Λένιν “ο Αριστερισμός” (Lenin 1965: 130–1) περιγράφει τους IWW κάπως έτσι: “Οι δραστηριότητές τους χαρακτηρίζονταν από έντονα αναρχοσυνδικαλιστικά χαρακτηριστικά. Δεν αναγνώριζαν την αναγκαιότητα της πολιτικής πάλης του προλεταριάτου, αρνούνταν τον ηγετικό ρόλο του προλεταριακού κόμματος, την ανάγκη ένοπλης εξέγερσης για την ανατροπή του καπιταλισμού και την πάλη για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Οι I.W.W. αρνήθηκαν να δουλέψουν μέσα στην Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργατών (AFL) και στην πορεία παρήκμασαν σε μια σεχταριστική αναρχοσυνδικαλιστική ομάδα με ελάχιστη επιρροή πάνω στους εργάτες”.

xΟ Lyotard (1988: §12) παρουσιάζει τη “διαφορά” της εργασίας ως εξής: “συμβόλαια και συμφωνίες ανάμεσα σε οικονομικούς συνεργάτες δεν εμποδίζουν – αντίθετα, προϋποθέτουν – οτι ο/η εργάτης ή ο αντιπρόσωπός του/της αναγκάζεται να συζητά για την εργασία του σαν να ήταν μια προσωρινή παραχώρηση ενός αγαθού, της “υπηρεσίας” την οποία κατέχει εν δυνάμει. Αυτό απαιτείται από το ιδίωμα στο οποίο ρυθμίζεται η διαφορά (δηλαδή ο αστικός κοινωνικός και οικονομικός νόμος).

xiΗ κεντρικότητα της κριτικής της εργασίας ήταν τέτοια που, πέρα από τα έργα του Μαρξ, το βιβλίο του Paul Lafargue Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά, ήταν απαραίτητο ανάγνωσμα.

xiiΤο τραγούδι των wobbly ‘The Big Strike’ (Η Μεγάλη Απεργία) το έθετε κάπως έτσι: “γιατί κάνετε συμφωνίες που σας διχάζουν στον αγώνα/ και αφήνετε τα αφεντικά να μπλοφάρουν με τα “ιερά δικαιώματα” του συμβολαίου;/ γιατί μένετε στο πόστο σας όταν άλλοι εργάτες μάχονται τον εχθρό;/ πρέπει όλοι να μείνουμε ενωμένοι, δεν το ξέρετε αυτό;” (στο Kornbluh 1998: 36).

xiiiΟ Kornbluh (1998: 71) δίνει ένα παράδειγμα τυπικό του στυλ: ένας υπαίθριος ρήτορας στην περιοχή του Spokane, ήταν άλλοτε ιεροκήρυκας στο Νότο. Ντυμένος σαν συνταγματάρχης των Νότιων, μαύρη βελάδα και μαλακό μαύρο καπέλο, έλεγε με τη χαρακτηριστική προφορά του νότου: “αυτό είναι το κείμενό μου για απόψε, συνάδελφοι εργάτες. Εϊναι για τρία αστέρια. Όχι τα αστέρια της Βηθλεέμ. Καλύτερα από αυτά. Τα αστέρια της Βηθλεέμ οδηγούσαν μονάχα στον παράδεισο, και ποιός ξέρει κάτι για τον παράδεισο; Είναι τα τρία αστέρια των I.W.W.: μόρφωση, οργάνωση, χειραφέτηση. Οδηγούν στις μπριζόλες, τις μπριζόλες που όλοι θέλουμε”.

xivΤο τραγούδι του Dublin Dan ‘Dan McGann’ παρουσιάζει μια έντονη κριτική της κατηγορίας του “ξένου”, καθώς αναπαράγει μια υποτιθέμενη συζήτηση ανάμεσα σε ένα “ξένο” και ένα “scissorbill” (μη ταξικά συνειδητοποιημένο εργάτη): “Μη μου μιλάς για τους μπουρζουάδες/ Μην ανοίγεις το στόμα σου. Για τους αναρχικούς και τους σοσιαλιστές/ η μου λές για μπολσεβίκους/ φτάνουν τα ξενόφερτα πράματα”. Η απάντηση φανερώνει απο τη μια την ηλιθιότητα του εθνικισμού της εργατικής τάξης και από την άλλη την πάντοτε υβριδική φύση της “εθνικής” κουλτούρας: “Ο “ξένος” κοίταξε τον Dan McGann/ και απάντησε σε τέλεια αγγλικά:/ δε βλέπω που να με πάρει/ τι σκατά έχεις στο κεφάλι σου/ περηφανεύεσαι και φουσκώνεις για τη σημαία/ και τους εχθρούς που διάλυσες/ ενώ δεν έχεις ούτε πτυελοδοχείο/ ούτε παράθυρο να το αδειάσεις/ φωνάζεις και οδύρεσαι για τους μπολσεβίκους/ τους αναρχικούς και τους wobblies/ και υπερασπίζεσαι το σύστημα/ τη στιγμή που δεν σου ανήκει ούτε η ίδια σου η δουλειά” … “Δουλεύεις για ένα Άγγλο/ νοικιάζεις από ένα Γάλλο/ τρώς σε Σουηδικό / όπου σου μαγειρεύει Ολλανδός / Αγοράζεις ρούχα από Γερμανοεβραίο/ παπούτσια από Ρώσσο Πολωνό/ και ελπίζεις πως ο βρωμολατίνος πάπας σου/ θα σώσει την Ιρλανδέζικη ψυχή σου” (στο Kornbluh 1998: 30–2).

xvΑν και μέχρι το 1930 υπήρχαν λίγες γυναίκες hobo, ωστόσο υπήρχαν. Γινόταν hobo είτε από αγάπη για την περιπλάνηση, για πολιτικούς λόγους, ή για την ελευθερία στον τρόπο ζωής στην επιλογή συντρόφων ενάντια στην οικιακή νόρμα. Η δουλειά τους όμως έτεινε να περιορίζεται μέσα στις πόλεις. Δες τη φανταστική “αυτοβιογραφία” μιας “αδερφής του δρόμου” για κάποιες νύξεις για τη ζωή των γυναικών hobo, καθώς επίσης και τον Weiner (1984).

xvi Για παράδειγμα, ο Carlton Parker ισχυρίζεται οτι ο hobo “σημαδεύτηκε από τις πιο υποβαθμισμένες και πιο μίζερες συνθήκες εργασίας που παρήγαγε ποτέ η αμερικάνικη βιομηχανία” και ο Rexford Tugwell οτι “ήταν μια μάλλον αξιολύπητη φιγούρα… ταλαιπωρημένη από παράξενες ασθένειες και βασανισμένη από απραγματοποίητα όνειρα που βασανίζουν την ψυχή του (στο Kornbluh 1998: 66). Ο Parker (1920) δίνει μια υλιστική φροϋδική ανάλυση των IWW ως “ψυχολογικό απότοκο της παραμελημένης παιδικής ηλικίας της βιομηχανικής Αμερικής” (100) όπου η “φοβία της κατωτερότητας” (46) προκαλεί “δραστηριότητες εξιδανίκευσης” (49) και επιθετική “αντιστάθμιση της κατωτερότητας” (51), που εκδηλώνεται ως κακή εργασία, αγάπη για την περιπλάνηση, σαμποτάζ και απεργίες. Δες επίσης Speek (1917).

xvii Ακόμα και όταν οι hobo περιέγραφαν τον εαυτό τους ως ζητιάνους, αυτό γινόταν μόνο σε σύγκριση με τους καπιταλιστές που ήταν οι “πραγματικοί” ζητιάνοι. Μια ιστορία που λέγεται “οι δυο ζητιάνοι” (στο Milburn 1930: 120–1), παρουσιάζει τους hobo και τους καπιταλιστές ως ζητιάνους, μόνο που οι η κατάσταση των πρώτων είναι πιο ελαφριά, διότι προκαλείται από τους δεύτερους. Ένας στίχος λέει: “ο ζητιάνος στη μπάρα (του τρένου) είναι τόσο ελαφρύς που μόλις και νιώθουμε το βάρος του, αλλά χρειάζεται να δουλέψουν δεκάδες για να φάει ο άλλος (ο καπιταλιστής)”.

xviii Κάθε περιοχή είχε τους δικούς της θαμώνες: το ‘West Madison’—‘σκλαβοάζαρο’ των γραφείων εύρεσης εργασίας και κατοικία των πιο περιθωριακών και μικρολοπωδυτών, το ‘Bum Park’— ένα μέρος για ύπνο και διάβασμα εφημερίδας. ο ‘Crumb Hill’— το ίδιο, αλλά με περισσότερους αλκοολικούς, η ‘Bughouse Square’— το Καρτιέ Λατέν της hobohemia, όπου αναμειγνύονταν οι μποέμ με τους hobo. Η περιγραφή του Anderson είναι αρκετά λεπτομερειακή και σίγουρα “η πιο διεξοδική έρευνα της Hobohemia που έγινε ποτέ” (Bruns 1980: 183). Ο ίδιος ο Anderson καταγόταν από μετανάστες και hobo και ζούσε στη hobohemia ενώ έκανε την έρευνά του (δες Anderson 1975). Εμπνεύστηκε την έρευνα από μια συνάντηση με τον “hobo γιατρό” Ben Reitman, και την έγραψε ως μεταπτυχιακός της Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Σικάγο. Στα πλαίσια του εμπειρισμού της σχολής του Σικάγο είναι ενδιαφέρον οτι ο Anderson περιγράφει την έρευνά του όχι ως τον τύπο “συμμετοχικής παρατήρησης” στην οποία κάποιος “κατεβαίνει στο πηγάδι, αναλαμβάνει κάποιο ρόλο και αργότερα αναδύεται για να ξεσκονιστεί” (Anderson 1961: xiii). Αντίθετα, ήταν εμμενής στην έξοδό του, ένας τρόπος να “τη βγάλει” (εδώ χρησιμοποιεί εσκεμμένα τον hobo όρο) καθώς έφευγε. Μάλλον το κείμενό του αντανακλά τις συνθήκες στις οποίες γράφτηκε γιατί ενώ επιμένει στην απουσία hobo κουλτούρας, ωστόσο μέσα από τη λεπτομέρεια της περιγραφής του και την εγγύτητα με τους hobo, ταυτόχρονα επικυρώνει την εμπειρία του. Σε αντίθεση με την μόνη προηγούμενη έρευνα, αυτή του Carlton Parker (1920), η οποία ενώ ισχυρίζεται ότι απέκτησε την εγγύτητά της με το αντικείμενο μέσα από μια “αποστασιοποιημένη ακαδημαϊκή” παρατήρηση, στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί ένα υπερβατικό και ντετερμινιστικό πλαίσιο για να συλλάβει τους IWW ως ένα πάντοτε τετελεσμένο και τραγικό “τελειωμένο προϊόν” (96) μιας ανώριμης κοινωνίας.

xixΟ λιποτάκτης στην εποχή της Γαλλικής μοναρχίας ήταν γνωστός ως “δρομομανής” και η ψυχιατρική απέδωσε τον όρο σε περιπτώσεις παθολογικών περιπατητών (δες Virilio 1986: 153). Ενώ η κυρίαρχη κουλτούρα προσπάθησε να παθολογικοποιήσει αυτή την πλευρά της κουλτούρας των hobo (δες Lewis 1907), οι hobo έτειναν να το δέχονται ως μια αντικουλτούρα “επαναστατικής περιπλάνησης” (ο όρος είναι του Virilio (1986: 5)).

xxΤα τραγούδια των hobo και των wobbly δεν αποτέλεσαν ποτέ μια αυτόνομη μορφή τέχνης, αλλά ήταν εμμενή στη ζωή του hobo και του επαναστάτη. Οι συνθέτες τους ήταν πολλοί και συνήθως ανώνυμοι, συχνά απευθύνονταν σε συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους και μεθόδους, συχνά παρωδούσαν κυρίαρχες πολιτικές νόρμες, και τις περισσότερες φορές δανείζονταν τη μελωδία από γνωστά τραγούδια και ύμνους όπως το ‘John Brown’s Body’, το ‘America’, και το ‘Onward Christian Soldiers’ (δες IWW 1989 και Milburn 1930).

xxiΟ Fred Thompson (στο Kornbluh 1998: 37) προτείνει μια ελαφρώς διαφορετική ερμηνεία, προτείνοντας οτι ο όρος ‘saboteur’ περιέγραφε γενικά τους αγρότες (διότι εκείνοι φόραγαν ακόμα ξυλοπάπουτσα, σε αντίθεση με τα δερμάτινα των βιομηχανικών εργατών), οι οποίοι συχνά χρησιμοποιούνταν ως απεργοσπάστες. Όταν επέστρεφαν στη δουλειά, οι εργάτες μιμούνταν την άγαρμπη δουλειά των “σαμποτέρ”. Στο ίδιο μοτίβο, ο Gurley Flynn (1993: 11) αναφέρει μια προκήρυξη που μοιράστηκε σε Σκωτσέζους λιμενεργάτες μετά την ήττα μιας απεργίας τους το 1889: “Τα αφεντικά αγαπάνε τους απεργοσπάστες, πάντα παινεύουν τη δουλειά τους και λένε πόσο ανώτερη είναι από τη δικιά μας, τους πληρώνουν διπλά. Τώρα, ας γυρίσουμε στο λιμάνι αποφασισμένοι οτι αφού τέτοιους λιμενεργάτες θέλουν, εμείς θα κάνουμε τα ίδια. Θα αφήσουμε τα βαρέλια το κρασί να πέφτουν στη θάλασσα, όπως έκαναν οι απεργοσπάστες. Θα κάνουμε τη δουλειά το ίδιο αργά, το ίδιο άτσαλα, το ίδιο καταστροφικά με τους απεργοσπάστες. Και θα δούμε τότε πόσο θα αντέξουν τέτοια δουλειά τα αφεντικά μας”.

xxiiΣτην Κόκκινη Σοδειά ο Dashiell Hammett (1982: 12) δίνει μια λεπτή ερμηνεία της συνειδητοποίησης των wobbly της διαφοράς ανάμεσα στις αποτελεσματικές πρακτικές και την ηρωικής ταυτότητα. Στο μυθιστόρημά του, η συμβουλή ενός οργανωτή των IWW να χρησιμοποιηθεί σαμποτάζ αντί της μεγάλης απεργίας απορρίπτεται ως “όχι αρκετά δραστήρια”. Όταν , όπως προέβλεψε, η απεργία χρησιμοποιείται για να σπάσει το κίνημα, εκείνος λέει υποτιμητικά πως “ήθελαν βλέπεις να βάλουν τον εαυτό τους στην εικόνα, να γράψουν ιστορία στο εργατικό κίνημα”.

One Response to “Ο ανώμαλος hobo: τάξη, μειονότητες και πολιτική επινόηση στους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου (IWW)”

  1. dialogikoimonologoi Says:

    Συμεών πολύ καλό το κείμενο, και τεράστιο κιόλας! Καλή συνέχεια . . .
    τ.κ.

Leave a comment