Πέρα από τα ερείπια της δημιουργικής πόλης: Το Βερολίνο ως εργοστάσιο κουλτούρας και το σαμποτάζ του ενοικίου.

Του Matteo Pasquinelli

Μια μικρή εισαγωγή του μεταφραστή: Ενοίκιο και νέος καπιταλισμός

Οι Negri kai Vercellone πρότειναν, σε ένα άρθρο τους στο Ιταλικό περιοδικό Posse, ότι το ενοίκιο πρέπει να θεωρείται η κινητήρια δύναμη της παρούσας οικονομίας, η οποία ανοίγει και ένα νέο πεδίο για τον ανταγωνισμό. Στην κλασική μαρξιστική θεωρία, το ενοίκιο θεωρείται παρασιτικός τρόπος εισοδήματος, που συνήθως αναφέρεται στην έγγειο ιδιοκτησία, και διαχωρίζεται από το καπιταλιστικό κέρδος, το οποίο θεωρείται παραγωγικό και στηρίζεται στην δύναμη του κεφαλαίου να δημιουργεί και να εξάγει υπεραξία. Κατά τον Vercellone, το ενοίκιο είναι η χαρακτηριστική μορφή που αντικαθιστά το κέρδος στον γνωσιακό καπιταλισμό, αν και διατηρεί μέσα σε αυτόν την παλιά παρασιτική του φύση. Όπως κάποτε οι αριστοκράτες της Αγγλίας περιέφραξαν την κοινή γη και επέβαλλαν στους φτωχούς αγρότες ενοίκιο για τη χρήση της, έτσι και σήμερα οι εταιρείες περιφράσσουν και βάζουν τιμή σε “κοινά αγαθά” όπως την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, το διαδίκτυο, το αντεργκράουντ. Με τον τρόπο αυτό, το κέρδος βρίσκεται στη διαδικασία του “γίγνεσθαι ενοίκιο”, όπως λένε οι συγγραφείς.

Η μετακίνηση του ενοικίου προς το κέντρο της εξαγωγής υπεραξίας στο γνωσιακό καπιταλισμό έχει επιπτώσεις στη μορφή οργάνωσης της εργασίας. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, αλλά και άλλους στοχαστές που επηρεάστηκαν από την Ιταλική αυτονομία, αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι μια ταυτόχρονη αυτονόμηση του κεφαλαίου (ως χρήμα-πίστωση) και μια αυτονόμηση των μορφών συνεργασίας στον τόπο παραγωγής. Έτσι, οι μάνατζερ πλέον ασχολούνται με την κερδοφορία στο χρηματιστήριο, ενώ οι εργαζόμενοι επωμίζονται όχι μόνο την παραγωγή, αλλά και μια διάχυτη “διεύθυνση” μέσα στην επιχείρηση, αναλαμβάνουν δηλαδή και καθήκοντα μάνατζερ στην καθημερινότητα της επιχείρησης. Έτσι, το γνωσιαριάτο χωρίζεται σε δυο τάσεις: εκείνους που διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις (πχ web designers, καλλιτέχνες, αλλά και μεταφραστές, συγγραφείς κλπ), οι οποίοι γίνονται “λειτουργοί του ενοικίου” μέσα από χρηματιστηριακές αξίες, και την πλειοψηφία των εργατών (πχ αποθηκάριοι, μεταφορείς, τυπογράφοι, γραφίστες, αλλά και προγραμματιστές κλπ) οι οποίοι ενώ αποκτούν ολοένα και πιο περίπλοκες δεξιότητες, ωστόσο οι συνθήκες ζωής τους “διαχωρίζονται από την τάξη τους” (déclassement).

Το βασικό σημείο που διαχωρίζει τέτοιες θεωρίες του γνωσιακού καπιταλισμού από άλλες, πιο “αισιόδοξες” τεχνολογικές θεωρίες που χαιρετίζουν την απελευθέρωση της δημιουργικότητας στο σύγχρονο καπιταλισμό είναι το εξής: επιμένει ότι η γνώση, η τέχνη, η διαδικτυακή πληροφορία, όσο άυλη και αν φαντάζει, όσο αυτόνομη και αν θεωρείται, ωστόσο υπάρχει μόνο μέσα από υλικές διαδικασίες και εξακολουθεί να στηρίζεται στην εξαγωγή υπεραξίας από τη ζωντανή εργασία. Ένα βιβλίο, για να θυμηθούμε και τον αγώνα του Ντίνου Παλαιστίδη, δεν είναι μονάχα μια ιδέα που έγινε χαρτί, αλλά είναι και το ίδιο το χαρτί, το μελάνι, το κουτί στο οποίο μπήκε, και όλη η αλυσίδα από την παραγωγή ως μεταφορά και την κατανάλωση που συντηρείται μέσα από το μόχθο ανθρώπων που σε καμιά περίπτωση δεν θα ισχυρίζονταν ότι ανήκουν σε κάποιο “γνωσιαριάτο”, όπως οι συνάδελφοί τους “διανοούμενοι” που υπέγραψαν τις γνωστές καταγγελίες. Το άυλο παράγει αξία λοιπόν μόνο μέσα από υλικές διαδικασίες και μόνο μέσα από την εκμετάλλευση των εργαζομένων.

Το ίντερνετ είναι άλλο ένα παράδειγμα που δείχνει πως η παραγωγή και διαχείριση του περιεχομένου (από τους χρήστες) διαχωρίζεται από την κερδοφορία: οι χρήστες δεν κερδίζουν απολύτως τίποτα. Πχ εταιρείες όπως η google καταφέρνουν να βγάζουν κέρδος από τη δραστηριότητα των χρηστών μέσα από διαφημίσεις, χωρίς να παράγουν οι ίδιες περιεχόμενο. Κάποια από τα κέρδη αυτά, που είναι ξεκάθαρα κέρδη από ενοίκιο, μοιράζονται με τους χρήστες, ενώ οι εργαζόμενοι στην εταιρία πληρώνονται με μετοχικά κεφάλαια.

Δυο μορφές ενοικίου διαφαίνονται στο γνωσιακό καπιταλισμό: το ενοίκιο που προέρχεται από τη διανομή και τον πολλαπλασιασμό της πληροφορίας και εκείνο που προέρχεται από το μονοπώλιο της γνώσης. Το πρώτο είναι ένα ενοίκιο που στηρίζεται στην ταχύτητα και την πρωτοτυπία (πχ νέα τραγούδια, προγράμματα κλπ) και προστατεύεται από δικαιικά κατασκευάσματα όπως το κόπιράιτ. Το δεύτερο αφορά την τεχνογνωσία και προστατεύεται από τους νόμους περί πατεντών. Αμφότερα ίσως συνδέονται με την εξαγωγή κέρδους από επενδύσεις χωρίς “παραγωγικό” χαρακτήρα, πχ τα διάφορα χρηματιστηριακά προϊόντα, οι οποίες μπορούν να αναλυθούν και αυτές ως μια μορφή ενοικίου. Στο κείμενο όμως που ακολουθεί, ο συγγραφέας επιστρέφει στην κλασσική έννοια του ενοικίου – με τη μορφή της γεωπροσόδου – για να δείξει τη σημασία της στην αστική αναπαλαίωση (gentrification), δηλαδή την αναδόμηση ολόκληρων περιοχών της πόλης με στόχο την πολιτισμική παραγωγή και αγορά. Αν και φορτωμένο με την αργκό της νέας πολιτισμικής κριτικής και σχετικά σύντομο (πρόκειται για το κείμενο μιας παρουσίασης και όχι ένα άρθρο), ωστόσο θίγει κάποια ενδιαφέροντα ζητήματα που αφορούν την νέα οικονομία της “δημιουργικής πόλης” και τις μορφές αγώνα που αναδύονται μέσα σε αυτή. Αυτό που λείπει από το άρθρο αυτό, και πιστεύω ότι αναλογεί στα κοινωνικά κινήματα πλέον και όχι σε συγκεκριμένους συγγραφείς να ανακαλύψουν, είναι η εμπειρική καταγραφή και επεξεργασία των νέων μορφών πάλης μέσα στο πλαίσιο αυτό. Ίσως έτσι μετατρέψουμε κάποιες καίριες θεωρητικές επισημάνσεις σε όπλα που θα δοκιμαστούν στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού.

Συμεών Βάταλος

Matteo Pasquinelli: Πέρα από τα ερείπια της δημιουργικής πόλης: Το Βερολίνο ως εργοστάσιο κουλτούρας και το σαμποτάζ του ενοικίου.

Καθώς μεγαλώναμε στην ακμή του πανκ, ήταν ξεκάθαρο πως ζούσαμε το τέλος κάποιου πράγματος – του μοντερνισμού, του Αμερικάνικου ονείρου, της βιομηχανικής οικονομίας, ενός συγκεκριμένου τύπου αστισμού. Τα τεκμήρια υπήρχαν παντού γύρω μας, στα συντρίμμια των πόλεων… τα αστικά ερείπια ήταν τα εμβληματικά μέρη εκείνης της εποχής, τα μέρη που έδωσαν στο πανκ την αισθητική του. Και όπως οι περισσότερες αισθητικές και ετούτη περιείχε ένα ήθος, μια κοσμοθεώρηση και ένα πρόταγμα για το πως να δράσουμε, πως να ζήσουμε… μια πόλη χτίζεται ώστε να μοιάζει με κάποιο συνειδητό νου, ένα δίκτυο που μπορεί να υπολογίσει, να διευθύνει, να κατασκευάσει. Τα ερείπια γίνονται το ασυνείδητο μιας πόλης, η μνήμη της, το άγνωστο, το σκοτάδι, οι χαμένοι κόσμοι, κι έτσι πραγματικά την ξαναφέρνουν στη ζωή. Με τα ερείπια μια πόλη ξεφεύγει από τα σχέδιά της και γίνεται κάτι τόσο περίπλοκο όσο η ζωή, κάτι που μπορεί να εξερευνηθεί αλλά ίσως δεν χαρτογραφείται. Πρόκειται για την ίδια μετάλλαξη που περιγράφουν τα παραμύθια όταν αγάλματα και παιχνίδια γίνονται άνθρωποι. Αν και, στην περίπτωση αυτή, όλα αυτά ζωντανεύουν, ενώ με τα ερείπια μια πόλη πεθαίνει ένα δημιουργικό θάνατο, όπως το πτώμα που τρέφει το λουλούδι. Ένα αστικό ερείπιο είναι ένας τόπος που βρέθηκε εκτός της οικονομικής ζωής της πόλης και είναι με κάποιον τρόπο το ιδανικό σπίτι για εκείνη την τέχνη που επίσης βρίσκεται έξω από την κανονική παραγωγή και κατανάλωση της πόλης. Rebecca Solnit, A Field Guide to Getting Lost (1)

Από το Ντητρόιτ στο Βερολίνο: Η ιστορία της κουλτούρας του αντεργκράουντ μέσα από την κρίση παραδείγματος

Λέγεται πως η μουσική ενσωματώνει πιο γρήγορα από κάθε άλλη μορφή τέχνης το ασυνείδητο της τεχνολογίας και των κυρίαρχων μέσων παραγωγής και ειδικότερα την κρίση τους, τη μετάβαση από παράδειγμα σε παράδειγμα. Αν και ο φουτουρισμός καλωσόρισε την εποχή που έφερνε τις μηχανές στις μάζες, το πανκ και η μετα-βιομηχανική μουσική, αντίθετα, χαιρέτισαν την παρακμή του φορντισμού και αποίκισαν τα λείψανα προαστιακών εργοστασίων ως περιβάλλον διαβίωσης νέων μορφών ζωής. Παρά το βιομηχανικό τους φετίχ, για παράδειγμα, οι Throbbing Gristle, το πιο πειραματικό και βρώμικο συγκρότημα του εγγλέζικου πανκ, κήρυξαν ήδη από το 1976 τον “πληροφοριακό πόλεμό” τους (2), ενώ στη Γερμανία η ηλεκτρονική μουσική έγινε δημοφιλής χάρη στους Kraftwerk (στην κυριολεξία, “σταθμός παραγωγής ενέργειας”). Στο τέλος της δεκαετίας του 80, η μουσική τέκνο εμφανίστηκε στο Ντητρόιτ: ο πρώιμος ήχος της Motor City (σ.τ.μ. “πόλη της μηχανής” λεγόταν τότε λόγω της βιομηχανίας αυτοκινήτων) ενσωμάτωσε τη συνθετική πρόβλεψη των ερχόμενων ψηφιακών μηχανών (3). Ο όρος “τέκνο” ήρθε στον Juan Atkins από το βιβλίο του Alvin Toffler “το τρίτο κύμα”, στο οποίο οι πρώτοι “τεχνο-επαναστάτες” περιγράφονταν ως προπομποί της εποχής της πληροφορίας (4). Το τέκνο του Ντητρόιτ ήταν ο αναλογικός ρυθμός του φορντισμού, διανευρωμένος από τις αρμονικές των πρώτων μικροτσίπ. Στο εξής, όταν ο ψηφιακός κώδικας έγινε το ηγεμονικό παράδειγμα της πληροφορίας, η underground μουσική έγινε ακόμα πιό εμβατική, γνωσιακή και μινιμαλιστική (περνώντας από το TR-909 και άλλες drum machines στο λογισμικό τύπου Max/MSP, για να το πούμε με τεχνικούς όρους) (5). Μετά από διάφορες εξελίξεις, η ιστορία του τέκνο του Ντιτρόιτ τρύπωσε στα κλαμπ του σημερινού Βερολίνου υπό τη μορφή του mainstream, ηδονιστικού μίνιμαλ τέκνο (6). Δίνουμε εδώ αυτή την απλουστευμένη γενεαλογία της ηλεκτρονικής μουσικής (αγνοώντας τις προβλέψιμες θεωρίες του sampling και της κουλτούρας των remix) ούτως ώστε να θέσουμε μια απλή ερώτηση: που βρίσκεται σήμερα το underground; Τα οριζόντια δίκτυα του ψηφιακού ιστού δείχνουν να έχουν σβήσει τις ιεραρχίες και την προσωπικότητα του ενός και μοναδικού συγγραφέα, αλλά έχουν επίσης γκρεμίσει και την καθησυχαστική τοπολογική έννοια του underground. Αν αυτό το τελευταίο ήταν ακριβώς μια παρασιτική μορφή ζωής στις παρυφές του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και των αστικών και ηλεκτρονικών υποδομών του, που μπορούμε άραγε να ανακαλύψουμε τις νέες ενσαρκώσεις του σε σχέση με την σύγχρονη τεχνολογία και τη μητρόπολη; Αν τα εργοστάσια έγιναν πληροφορικά και άυλα όπως προέβλεψαν ακόμα και οι πάνκ, ποιά ερείπια θα αποικίσει το underground στο εγγύς μέλλον; Ποιά ερείπια και ποιές υλικές μνήμες θα αφήσει πίσω του ο ψηφιακός ιστός;

διαβάστε τη συνέχεια εδώ…

Leave a comment